Δευτέρα 15 Φεβρουαρίου 2010

Ο χαρταετός



Ο χαρταετός, Γιάννης Μαγκανάρης

Ο παππούς άρπαξε το χαρταετό. Τα γεροντικά μάτια άστραψαν το οκτάχρονο που τριγυρνούσε ξυπόλητο και κουρεμένο γουλί στις αλάνες. Ουρά θέλει, ακούγεται η φωνή του παράξενα παιδιάστικη, πατέρα πόσο σε λατρεύω τις στιγμές που γυρνάς τούμπα το χρόνο σου, που μας αφήνεις να κοιτάξουμε έκθαμβοι παιδιά κι εγγόνια το αγόρι που έφτιαχνε μόνο του χαρταετούς και πέταγε μαζί τους. Ξεριζώνει τα αγριόχορτα εκεί σιμά στο άψε σβύσε τα συμπληρώνει στην ουρά, ανέβα στην μάντρα, μου λέει, κράτα τον εκεί ψηλά που φυσάει καλύτερα, κοιτάω, δώσ’τον μαμά, τα εγγόνια του είχαν προλάβει, πώς μπόρεσαν μια σταλιά να σκαρφαλώσουν, τρεις γενιές στη σειρά, όλοι ξυπόλητα αλάνια με μάτια παράξενα ώριμα, παράξενα παιδικά, τρεις γενιές και πάνωθε μας ο χαρταετός να παίρνει ύψος, ύψος, να μας σηκώνει όλους μαζί του τζαμπί να κρεμόμαστε από τη καλούμπα, αμόλα καλούμπα, αμόλα, ποιος είναι ο παππούς, ποια η κόρη, ποια τα εγγόνια, βλέπουμε από ψηλά το πατρικό ή την αλάνα με τους πιτσιρικάδες πριν εβδομήντα χρόνια, κουκίδες φαινόμαστε από ψηλά, τα πρόσωπα δυσδιάκριτα, τίποτα δεν άλλαξε, τίποτα, κι ας τρέχει ο χρόνος. Αρκεί μια τέτοια στιγμή για να τον εξαφανίσει.

Κυριακή 14 Φεβρουαρίου 2010

«Αδάμ και Εύα: Από και Προς»-στην αντιπέρα όχθη του Αγίου Βαλεντίνου


Photo: William Vandivert./Time & Life Pictures/Getty Images May 01, 1945

«Τούτο εστί το βλέμμα μου. Πάρ΄το μην κλείνεις τα μάτια. Μη στρέφεις αλλού το πρόσωπο. Άσε με να το αποθέσω στα βλέφαρά σου. Άσε με να στο στολίσω στις ασάλευτες  από τη λήθη κόρες του αγάλματός σου. Να ζωντανέψουν να μάθουν να σαλεύουν να κοιτούν. Να με κοιτάξουν. Λίγο μόνον. Όσο λίγο χρειάζεται μία σφαίρα να σκοτώσει.

Τούτη εστί η πνοή μου. Μισάνοιξε τα χείλη να την ανασάνεις. Άσε την να φυσήξει τα μαλλιά σου. Άσε την να σου ψιθυρίσει στο αυτί λόγια των μικρών απείρων. Το φλοίσβο της θάλασσας και το μαύρο κύμα. Την άλω του φεγγαριού και τον κόκκο της άμμου. Τη μυρωδιά του ξερού χώματος και τη δροσοσταλίδα στο φύλλο της λεμονιάς. Το σφύριγμα του φιδιού και το μάτι του αετού τη στιγμή που το γραπώνει. Την ίδια στιγμή που σφιχταγκαλιασμένα σκοτώνει το ένα το άλλο. Το δάγκωμα του φιδιού.

Τούτο εστί το σώμα μου. Δέξου το. Ταξίδεψε γύρω του πάνω του μέσα του. Αγάπησε το όπως είναι. Όμορφο και άσχημο, πέτρα και λάσπη, ζωντανό και νεκρό.
Άγαλμα που ζωντανεύει, γυναίκα που πετρώνει. Εύπλαστο εύθραυστο στα χέρια σου. Πηλός άμορφος. Δώσε του σχήμα. Κάνε το κόρη του Ευθυδίκου, κόρη των Κυκλάδων, δορκάδα της Άρτεμης, δρυάδα. Γοργώ στην αιγίδα της Αθηνάς. Ασώματη. Αντί για σώμα  βλέμμα που πετρώνει. Πλάσε την γυναίκα πάνω του.
Γαλήνιος κούρος που χαμογελά εις τους αιώνας των αιώνων, σάτυρος ζωώδης και εφήμερος όσο η παντοτινή ζωή. Πλάσε τον άντρα πάνω του.

Τούτη εστί η μνήμη μου. Χάραξε πάνω της. Γραφές αξεδιάλυτες, αρχαίες γλώσσες λησμονημένες, μυστικά τερετίσματα παιδιών που μόνον αυτά καταλαβαίνουν. Γρίφοι που κανείς δε θα καταλάβει ποτέ. Ούτε και εγώ. Χαράγματα μαγικά και ξόρκια να αποδιώχνουν τα τετράγωνα και τους κύκλους και τις κάθετες γραμμές. Καμπύλωσε την. Τη μνήμη. Μου. Τυλίξου μέσα της. Μήτρα για το αγέννητο. Μανδύας της Διηάνειρας, δώρο ακριβό κατάσαρκα να αγγίζει και να λυώνει, την ίδια στιγμή.

Τούτος εστί ο λόγος μου. Άκου τον. Ψίθυροι κορυδαλών την Άνοιξη. Παγωμένα τιτιβίσματα χελιδονιών στο καταχείμωνο. Η σιωπή του ιλίγγου. Οι φωνές απ’έξω που φτάνουν στα αυτιά του κολυμβητή που μετρά την ανάσα του μέσα στο νερό. Το θρόισμα των φύλλων του κισσού. Ο κρότος που κάνουν οι ρίζες όταν μεγαλώνουν. Ο αχός που κάνουν οι ρίζες που ξεριζώνονται. Οι σβώλοι από το χώμα που σκορπάνε καταγής. Άκου τους. Οι τριγμοί του κυκλάμινου όταν ανθίζει. Οι ήχοι των φτερών της πεταλούδας που πρωτανοίγει τα φτερά. Ο συριγμός του βότσαλου που το πετάνε στα βαθιά. Τα ιστία των πλοίων που κυματίζουν πάνω και κάτω από τη θάλασσα. Λόγος άλογος. Σαν βέλος του Διονύσου στην καρδιά της Πυθίας.

Τούτη εστί η ύπαρξη μου. Θεία κοινωνία και πικρό δηλητήριο. Μετέλαβέ την. Όπως μεταλαμβάνω εγώ την δική σου. Με αγώνα γόνιμο. Με αγώνα άγονο. Με αγωνία κάθε ώρα κάθε στιγμή. Άντρα. Γυναίκα. Άκου, τι τούτο εστί.»


Τα κείμενα όταν γράφονται έχουν πάντα ισχύ και αντίκρυσμα μέσα μας. Το ζητούμενο-αν υπάρχει τελικά τέτοιο- είναι να συνεχίσουν να ισχύουν όταν τα ξαναδιαβάσουμε. Τότε μόνον έχουν λόγο ύπαρξης, για τους γράφοντες ή τους αναγνώστες.

Σάββατο 6 Φεβρουαρίου 2010

Η χιονοθύελλα

 Turner, Snow Storm, c. 1842, Tate Gallery

Η άνοδος στο βουνό. Έλατα, ολίγη βροχούλα, παρακάτω τα πρώτα χιόνια, οι νιφάδες στροβιλίζονται όπως στις φτηνές μα πολύτιμες για τα παιδικά μάτια εικονογραφήσεις τετριμμένων παραμυθιών. Επιστροφή στη φύση εντός του αδιαπέραστου κουβουκλίου του αυτοκινήτου. Μια εκδρομή στα χιόνια. Γελάκια και αστειάκια, οι νιφάδες πυκνώνουν. Ω, η εικονογράφηση στις σελίδες του βιβλίου έγινε πιο επιμελημένη, πιο πειστική. Οι κλάρες των δέντρων λυγίζουν πια από το βάρος του χιονιού, άσπρο παντού, τα σύννεφα βαρειά, μολυβένια, το ντεκόρ το φυσικό εισβάλλει περισσότερο στο κουβούκλιο, πρέπει να ανεβάσουμε τη θερμοκρασία στον κλιματισμό, η χαραμάδα στο παράθυρο κλείνει, ώρα για ιστορίες. Δες μια τίγρη, αλήθεια ζωγραφισμένη, ρωτάς χαμογελώντας, όχι μαμά αληθινή, στάσου να βγούμε να τη χαϊδέψουμε. Ξέρεις τι έπαθε μια τουρίστρια πριν χρόνια, όταν έβαλε το χέρι στο κλουβί να χαϊδέψει ένα τιγράκι; Το έχασε. Ωωω. Όταν τα άγρια ζώα τα βλέπουμε με καπελάκια και γυαλιά σε ταινίες, να μιλούν και να σκέπτονται ανθρώπινα, ξεχνάμε ότι διαφέρουν από το μαχαιρόδοντα το λούτρινο κουκλάκι που αγκαλιάζεις το βράδυ. Η άγρια φύση υπακούει στους δικούς της νόμους, αλίμονο αν τους αγνοήσουμε και νομίσουμε ότι την εξημερώσαμε. Πλάνη. Ή μήπως ύβρη, σκέφτομαι, εντός του αυτοκινήτου, προστατευμένη. Οι ρόδες δεν υπακούν. Πάγος στο δρόμο. Κοιτώ τον ουρανό. Πηχτός και μαύρος πάνω από τα κεφάλια μας. Γιατί άραγε θυμήθηκα αυτήν την νεαρή τουρίστρια που μπέρδεψε το λούτρινο ζωάκι που μέχρι πριν λίγο κοιμόταν μαζί του με την αληθινή τίγρη; Κατεβαίνω και βάζω αλυσίδες. Να προχωρήσω; Ναι, βέβαια, μια εκδρομούλα στα χιόνια, σκι, έλκηθρα, καφές πίσω από τη τζαμαρία, ελεγχόμενη κατάσταση, εντός κουβουκλίου. Προχωρώ. Χιόνι, κι άλλο χιόνι, πυκνώνει. Δε βλέπω σχεδόν τίποτα. Μαμά, πες μας πάλι για την τίγρη. Για την τουρίστρια να σας πω, που αγνόησε τα σημάδια της άγριας φύσης, γιατί πάντα ζούσε στην πόλη και ότι ήξερε για αυτήν ήταν μέσα από ταινίες και χαριτωμένες ζωγραφιές. Το χιόνι μαστιγώνει το παρμπρίζ. Δεν βλέπω τίποτα. Πού πάω; Κάποτε οι άνθρωποι θα περνούσαν για βλαμμένους όλους εμάς που τσούρμα τρέχουμε να γνωρίσουμε σε μια μονοήμερη τη φύση στα χιονοδρομικά. Όλους εμάς που νομίζοντας εντός του κουβουκλίου του αυτοκινήτου ότι την εξημερώσαμε, αγνοούμε τις προειδοποιήσεις της και αλαζόνες εφορμούμε. Είναι αργά για να κάνω πίσω. Αναγκαστικά προχωρώ. Και μαμά, πράγματι η τίγρη έφαγε το χέρι της τουρίστριας; Δεν απαντώ. Ανοίγω το παράθυρο. Με μαστιγώνει η θύελλα. Δε βλέπω τίποτα πια, τίποτα. Ούτε το δρόμο, ούτε τις διαχωριστικές γραμμές, ούτε τα κιγκλιδώματα, ούτε άλλα αυτοκίνητα. Στο κέντρο της θύελλας. Μόνον την άγρια φύση. Δεν ξέρω πού να σταματήσω, δεν ξέρω πια τι διαφορά έχει αν οδηγώ με ανοιχτά ή κλειστά μάτια. Πετώ έξω τα πάνινα ζωάκια που κουβαλάμε στο αμάξι. Κλάματα. Γιατί μαμά; Ναι, η η τίγρη έφαγε το χέρι της τουρίστριας, γιατί ήταν τίγρη και όχι γατούλα. Περάσαμε αυτή τη φορά. Κατά τύχη.