Τετάρτη 31 Μαρτίου 2010

Μήδεια, Ζαν Ανούιγ


Μήδεια του Ζαν Ανούιγ, από το θεατρικό σχήμα Altera Pars


Ο μύθος της Μήδειας, της βασιλοπούλας της Κολχίδας, της μάγισσας, της παιδοκτόνου, έχει δραματοποιηθεί από τον Ευριπίδη, τον Ανούιγ, τον Παζολίνι, τον Λαρς Φον Τρίερ, ίσως και άλλους ακόμα. Καθένας από όσους ασχολήθηκαν με το μύθο δίνει ένα διαφορετικό περιεχόμενο, μία διάστασή του συχνά διαμετρικά αντίθετη ως προς τα κίνητρα, την ψυχολογία των ηρώων, τις κορυφώσεις, το ορατό και αόρατο πλέγμα που συνιστά το έργο. Περαιτέρω οι ίδιοι οι ηθοποιοί δίνουν τη δική τους ερμηνεία στο κείμενο του δραματουργού διαφοροποιώντας το, και αυτή με τη σειρά της φωτίζεται από κάθε έναν θεατή ξεχωριστά που προσθέτει τη δική του οπτική. Ένας μύθος, χίλιοι διαφορετικοί τρόποι πρόσληψης. Δεν τίθεται θέμα σωστής ή λάθος οπτικής. Τίθεται θέμα αλληλεπίδρασης και γόνιμης διασταύρωσης οπτικών, με άλλα λόγια θέμα διεύρυνσης της ενίοτε προσωπικής οπτικής.

Η Μήδεια του Ανούιγ παραστάθηκε από τη θεατρική ομάδα Altera Pars στον ομώνυμο πολυχώρο τέχνης με βασικούς ερμηνευτές τη Μίνα Χειμώνα και τον Πέτρο Νάκο σε μία οπωσδήποτε ενδιαφέρουσα εικαστική σύλληψη. Ο λόγος εδώ δεν αφορά στην παρουσίαση της παράστασης παρά σε μια ακόμα περιορισμένη οπτική από τη θέση ενός θεατή, μια ματιά πάνω στο κείμενο του Ανούιγ, το ήδη διαφοροποιημένο από τη ματιά των συντελεστών της παράστασης και επιπλέον από τους ανθρώπους που αυτός ο θεατής διάλεξε να δει και να συζητήσει μαζί τους το έργο. Στρώματα και υπερθέσεις βλεμμάτων λοιπόν που πατούν το ένα πάνω στο άλλο σε μια περισσότερο ή λιγότερο γόνιμη διασταύρωση.

Εδώ η Μήδεια συνταυτίζεται με το απόλυτο, το ασυμβίβαστο με την πραγματικότητα. Ίσως γι’αυτό αποκαλείται τρελή. Ερωτεύεται με πάθος τον Ιάσονα και θυσιάζει τα πάντα, την Κολχίδα της, τον πατέρα της, τον αδελφό της, πάμπολλους άλλους που στυγνά δολοφονεί, όλα για χάρη του εραστή της. Μαζί οι δυο τους, σαν «δυο μικρά αδελφάκια» πατούν επί πτωμάτων και πορεύονται σε μια διαρκή φυγή από την έλλογη πραγματικότητα την οποία αποκαλούν συμβιβασμό. Σε κανένα μέρος δεν μπορούν να στεριώσουν ή καλύτερα δε θέλουν, αφού αρνούνται να αποδεχτούν τους νόμους του και προσπαθούν με τις στυγνές δολοφονίες να τους ανατρέψουν. Κάθε τόπος τους αποβάλλει και αυτοί συνεχίζουν την πορεία τους αναζητώντας νέο μέρος να ριζώσουν. Κυνηγάνε τον ου τόπο λοιπόν, την ουτοπία. Κινητήριος δύναμή τους το εγώ τους. Η Μήδεια ερωτεύεται παράφορα τον Ιάσονα, θέλει λοιπόν να ικανοποιήσει το εγώ της, τον πόθο της για αυτόν θυσιάζοντας οτιδήποτε μπορεί να σταθεί εμπόδιο. Ο Ιάσονας ερωτεύεται ομοίως τη Μήδεια και δε διστάζει προκειμένου να την κατέχει να την ακολουθήσει στην ξέφρενη πορεία της υποκινώντας τους φόνους. Καμμία ταπεινότητα από κανέναν από τους δυο, καμμία υποχώρηση, καμμία θυσία για χάρη των άλλων, όλα για χάρη του ανυποχώρητου ερωτευμένου εγώ. Το απόλυτο παράγει μια διαρκή ένταση, όπως ταιριάζει στους φυγάδες από την πραγματικότητα. Φυγάδες, γιατί η πραγματικότητα περιλαμβάνει εκτός από το εγώ και τους άλλους, το ευρύτερο εμείς στο οποίο οι δυο εραστές δεν αφήνουν καθόλου χώρο. Δεν μπορούν να δουν τίποτε άλλο εκτός από την απόλυτη ικανοποίηση του εαυτού και του έρωτά τους. Η πραγματικότητα λοιπόν εξ ορισμού τους αποβάλλει. Μόνο τους καταφύγιο η ουτοπική πορεία του μοναχικού ονείρου.

Κάποια στιγμή όμως, ένα βράδυ, η Μήδεια αποκοιμιέται στον ώμο του Ιάσονα σαν παιδί. Ο Ιάσονας αποποιείται το αχαλίνωτο και αδηφάγο εγώ του, το κυνήγι της παραφοράς, των αλλεπάλληλων κορυφώσεων και συναισθηματικών εντάσεων, αποποιείται τον απόλυτο έρωτά του και τον μετασχηματίζει σε αγάπη. Ο έφηβος Ιάσονας, ο εγωιστής Ιάσονας εκείνη τη στιγμή πεθαίνει. Γίνεται ο πατέρας της, η μάνα της, αυτός που κουβαλά με προσοχή και τρυφερότητα την αποκοισμένη σαν μικρό κοριτσάκι Μήδεια για να την αποθέσει μαλακά στο κρεβάτι. Εκείνη τη στιγμή είδε την πραγματικότητα. Η Μήδεια για αυτόν δεν είναι πια το αντικείμενο του ερωτικού πόθου του, δεν είναι η ερωμένη που το εγώ του μπορεί ακόμα και να τη θυσιάσει αν τον αρνηθεί, είναι ένα μικρό κοριτσάκι που θέλει να προστατεύσει έτσι απλά όπως μια μάνα και ένας πατέρας προστατεύουν και φροντίζουν ανιδιοτελώς το παιδί τους. Ο Ιάσονας εγκατέλειψε την ουτοπία και τη μαγεία της και εισήλθε στην ενήλικη πραγματικότητα. Όχι τη συμβιβασμένη. Δεν συμβιβάζεται, εξελλίσσεται . Θυσιάζει το εγώ για να κερδίσει το εμείς. Δεν μπορεί πια να βλάψει τη Μήδεια, αν τυχόν εκείνη τον αρνιόταν, κατά τα γλαφυρά και αποκαλυπτικά πρότυπα των αρχαίων κατάδεσμων, των τρομερών κατάρων που χάρασσαν οι ερωτευμένοι για το αντικείμενο του πόθου τους που τους αρνήθηκε. Για το λόγο αυτό εμποδίζει τον Κρέοντα να τη σκοτώσει παρόλο που πολύ καλά ξέρει ότι εκείνη θα καταφέρει να τον βλάψει ανεπανόρθωτα, αν την αφήσει να ζήσει. Δεν την σκοτώνει όμως. Την αγαπά πραγματικά ακόμα και θυσιάζοντας το εγώ του.

Η Μήδεια όμως είναι η Μήδεια. Εκλαμβάνει την υπέρβαση του Ιάσονα ως συμβιβασμό, την ενηλικίωσή του ως φόβο για το απόλυτο, την στροφή του προς μια ήρεμη καθημερινότητα που αρκείται στην ομορφιά του απλού ως απόρριψή της. Εκλαμβάνει την αλλάγή της στάσης του ως προδοσία απόδίδοντας του όχι ταπεινότητα αλλά ταπεινά κίνητρα. Πιστεύει ότι τη χρησιμοποίησε, ότι την αφήνει για κάποια νεώτερη και ομορφώτερη, την κόρη του Κρέοντα. Το μίσος της προδομένης ερωμένης θεριεύει μέσα της. Ο απόλυτος έρωτάς της για αυτόν την κάνει να παραφέρεται σε κάθε στιγμή της, να έχει χάσει περισσότερο από κάθε άλλη φορά την επαφή της με την πραγματικότητα, να είναι διαρκώς υπερβολική και ταραγμένη σαν τρελή, όπως εύστοχα αποδίδει το ρόλο η ηθοποιός της παράστασης. Το ερωτευμένο μα ανεξέλικτο και ανήλικο εγώ της διεκδικεί τον έρωτά του. Και αν δεν βρεί ισότιμη ανταπόκριση τον καταστρέφει. Η Μήδεια δεν αγαπά. Η Μήδεια ερωτεύεται. Και δεν μπορεί να γίνει αλλιώς. Οφείλει να είναι από τη φύση της συνεπής με την αρχετυπική μορφή της, για να είναι η Μήδεια.

Γι’αυτό και όταν καταφεύγει σε ένα ύστατο τέχνασμα προκειμένου να κρατήσει κοντά της τον Ιάσονα και του λέει πως θα αλλάξει, πως θα τον αγαπήσει, πως θα του προσφέρει την ήρεμη ζωή που θέλει, εκείνος δεν την πιστεύει-και πώς γίνεται να την πιστέψει-. Φεύγει ξέροντας πως η νέα του ζωή θα υπολείπεται. Η νέα του γυναίκα, όπως δηλώνει, δεν είναι τόσο όμορφη όσο η Μήδεια, ούτε την αγαπά ή πρόκειται να την αγαπήσει όσο εκείνην. Ο Ιάσονας πονά για την απώλεια της Μήδειας. Το τίμημα για την ταπεινή και ανθρώπινη αγάπη είναι η οδύνη της απώλειας. Ο Ιάσονας γυρίζει συντετριμμένος την πλάτη εξαιτίας της αναγκαστικής επιλογής της εξέλιξής του, της ήμερης πάταξης του εγώ, της πίστης του στην ανθρωπιά, και η Μήδεια εκδικείται ακραία σαν Μήδεια καταστρέφοντας ό,τι αγαπά ο Ιάσονας: τη μελλοντική του σύζυγο και τον Κρέοντα-τους τυχαίους εκφραστές της εξημερωμένης πραγματικότητας-, τα παιδιά τους, τον εαυτό της, μιας και αυτοκτονεί. Τώρα είναι βέβαιη ότι ο Ιάσονας δε θα έχει κανένα αποκούμπι, ούτε κάν την ίδια, που πολύ καλά γνωρίζει πόσο πολύ την αγαπά, ίσως περισσότερο από τους άλλους που θυσίασε. Η Μήδεια δε φείδεται ούτε και τη ζωή της για να εκδικηθεί τον Ιάσονα. Ξέρει ότι αυτό θα τον πονέσει πιο πολύ από όλα.

Όμως εκείνος είναι πιστός στη νέα του πορεία. Όταν αντικρύζει την απόλυτη καταστροφή που ήξερε εκ των προτέρων ότι είναι αναπόφευκτη, δε σταματά, η προσωπική του οδύνη δεν τον ακινητοποιεί. Λέει απλά: «Πρέπει να ζήσουμε τώρα...να ξαναχτίσουμε χωρίς αυταπάτες έναν κόσμο στα δικά μας μέτρα, και μέσα στον κόσμο αυτό να περιμένουμε το θάνατό μας.» Η δούλα, η παραμάνα της τρελής, της γεμάτης αυταπάτες Μήδειας που αρνείται να εγκλωβιστεί στην προσγειωμένη πραγματικότητα, έρχεται πολύ πιο δυνατά να κλείσει το έργο υπογραμμίζοντας με τον καίρια συναισθηματικό όσο και απλό -όπως ταιριάζει στο πνεύμα του έργου- τρόπο της, το δικαίωμα στην ήμερη ανθρωπιά: «Δεν είχε πια καιρό να μ’ακούσει. Κι όμως είχα κάτι να πω. Ύστερα από τη νύχτα έρχεται το πρωί κι υπάρχει καφές που πρέπει να φτιάξεις, κι υπάρχουνε μετά τα κρεβάτια. Κι όταν σκουπίσεις, χαίρεσαι μια ήρεμη στιγμή στον ήλιο, πριν αρχίσεις να καθαρίζεις τα χόρτα...Για το απόγευμα μένουν τα ασπρόρουχα ή τα μπακίρια...και φτάνει αργά-αργά το δείπνο... Ξαπλώνεις τότε και κοιμάσαι.»

Μένει κάτι ακόμα, μια λεπτομέρεια, που μοιάζει χαρακτηριστική για το ρόλο της Μήδειας. Ώρες μετά το τέλος της παράστασης, στο μπαράκι που λειτουργεί εντός του θεάτρου έτυχε να συνομιλήσω με την εξαιρετική κατ’εμέ ερμηνεύτρια με μια έντονα βιωματική απόδοση του ρόλου της, μια οπωσδήποτε υποψιασμένη γυναίκα που είχε εντρυφήσει στο κείμενο και το είχε καταλάβει πολύ καλά. Ο Ιάσονας, έλεγε η ηθοποιός, είναι συμβιβασμένος. Η Μήδεια εκπροσωπεί το απόλυτο, το ασυμβίβαστο, τα πάντα, το ακέραιο. Ξεκινάω να της αντιγυρίσω ένα μα..και όλα τα άλλα περί υπέρβασης του εγώ και ταπεινότητας του Ιάσονα, αλλά σταμάτησα. Κατάλαβα ότι ο ρόλος την είχε ρουφήξει. Είπα μονάχα παραιτημένη, ναι βέβαια, δεν μπορεί να γίνει αλλιώς, εσύ είσαι η Μήδεια. Ναι, απαντάει, δεν μπορεί να γίνει αλλιώς. Εγώ, είμαι η Μήδεια. Κοιταχτήκαμε με κατανόηση στα μάτια. Η συνομιλία είχε λάβει τέλος.

Κυριακή 21 Μαρτίου 2010

Μια ακόμα διάσταση του χρόνου


Μαύρη τρύπα

Λέω, τα χρόνια περάσανε, όταν βλέπω μία τρύπα στο ρου του χρόνου.

Όταν βλέπω ή θα δω ή θα φανταστώ παλιούς φίλους μετά από χρόνια αλλαγμένους τόσο μέσα κι έξω, που να μην τους γνωρίζω.
Όταν βλέπω ή θα δω ή θα φανταστώ τα παιδιά που άφησα κάποτε να έχουν γίνει τώρα άντρες ή γυναίκες.
 Όταν γυρνάω ή φαντάζομαι πως γυρνάω μετά από χρόνια σε ένα τοπίο και βλέπω τα δέντρα να έχουν μεγαλώσει.
 Όταν γυρνάω στους νεκρούς και σκέφτομαι πως, αν ζούσαν, θα ήταν τόσο χρονώ.

Η μαύρη τρύπα στο διάβα του καιρού, αυτή που δεν βιώσαμε, επειδή λείπαμε, επειδή είμασταν εξαφανισμένοι, επειδή κάποιοι άλλοι έλειπαν ή εξαφανίστηκαν δια παντός. Από τύχη, σύμπτωση, επιλογή, αναγκαιότητα.

Τότε δημιουργείται κενό στη ροή του χρόνου, που δεν εγγράφει μνήμη.
Τότε πρέπει να πιάσω το νήμα από τις άκρες της περασμένης παρουσίας του, πρέπει λοιπόν να το εγγράψω ως ανάμνηση. Όχι ως μνήμη ζωντανή, ζωογόνο, εν τη τελέσει της, στην αδιάλλειπτη χρονική ροή.

Και όταν βγω στην άλλη άκρη παρακάμπτοντας την μαύρη τρύπα της απουσίας, ξανασυναντώντας την ανάμνηση, το δέντρο, τον άνθρωπο, το παιδί, τον νεκρό, τα βλέπω αλλαγμένα ή προσπαθώ να φανταστώ τις αλλαγές τους στο διάστημα της απουσίας τους ή της απουσίας μου.

Τότε διαπιστώνω πως το άθροισμα των αναμνήσεων δεν φτιάχνει μνήμη.
Τότε λέω, τα χρόνια περάσανε.
Γερνάω.

Γιατί το άθροισμα των αναμνήσεων ή της πρόσκαιρης μνήμης που επίκειται να γίνει ανάμνηση μέσα από την επανάληψη της διαδικασίας, παράγει απώλεια.
Αν η απώλεια αυτή, ό,τι έπεσε στη μαύρη τρύπα του χρόνου, η μη παραγωγή ενσωματωμένης στο γίγνεσθαι μνήμης, δεν παράγει γήρας,
τότε τι παράγει;

Αυτή η αίσθηση του διάτρητου χρόνου, των κενών του που μας διέφυγαν, που δεν αδράξαμε, που δεν ζήσαμε, αυτή η αίσθηση που μετατρέπει τον άνθρωπο σε συλλέκτη αναμνήσεων, αυτή, που αντιμάχεται τη μνήμη.

Οι μαύρες τρύπες καταπίνουν το φως. Ακόμα και τα αστέρια.

Πέμπτη 18 Μαρτίου 2010

The Hurt Locker

The Hurt Locker

-Τι είναι αυτό που σε κάνει να ρισκάρεις;
-Δεν ξέρω.
-Θέλω ένα γιο. Αν πεθάνω, κανείς δε θα δώσει δεκάρα. Εκτός από τους γονείς, αλλά αυτοί δεν πιάνονται, δεν υπάρχει κανείς άλλος.
-Ξέρεις τι είναι αυτό που με κάνει να ρισκάρω;
-Όχι δεν ξέρω.

Ο ριψοκίνδυνος πυροτεχνουργός είχε γιο. Ο άλλος νόμιζε πως αυτό ήταν που τον έκανε να μην υπολογίζει τη ζωή του προκειμένου  να αφοπλίσει έναν εκρηκτικό μηχανισμό που θα σκότωνε αδιακρίτως παιδιά και μεγάλους. Ότι αν χανόταν, δεν πείραζε, κάποιος έχει μείνει πίσω, το παιδί του, που τον αγαπάει. Είναι έτοιμος λοιπόν να πεθάνει. Ο στόχος της ζωής, ο κύκλος του εγώ, επιτεύχθηκε.

Γύρισε από τον πόλεμο ο γενναίος. Στο παιδί του. Μετά από λίγο το άφησε και ξαναγύρισε εθελοντικά για να αφοπλίσει και άλλες βόμβες. Γιατί καταλάβαινε ότι δεν έχει σημασία αν σκοτώνεται από βόμβες το δικό του παιδί ή άλλα. Είναι το ίδιο. Άφησε λιγάκι πίσω το εγώ του. Άπλωσε το χέρι στον κόσμο.

-Τι είναι αυτό που σε κάνει να ρισκάρεις;
-Ξέρω, αλλά δεν στο λέω. Πρέπει από μόνος σου να το καταλάβεις για να έχει για σένα αξία.

Τρίτη 16 Μαρτίου 2010

Τα ορνιθοσκαλίσματα της κοτούλας-μικρό παραμύθι


 Κότες

Κάποτε ήταν μία κοτούλα που όπως όλες οι κότες περνούσε τον καιρό της σκαλίζοντας το χώμα. Έφτιαχνε σχεδιάκια ορνιθοσκαλίσματα που μόνον κατά τύχη φαίνονταν ωραία ή με κάτι μοιάζανε. Και βαριόταν, πόσο βαριόταν τα ορνιθοσκαλίσματα! Μια μέρα ανέβηκε με πολύ κόπο στη στέγη του κοτετσιού μπας και της φύγει η ανία. Σήκωσε το κεφάλι της ψηλά στον ουρανό και κοίταζε. Στην αρχή δεν έβλεπε τίποτα ενδιαφέρον. Μετά όμως άρχισε να παρατηρεί καλύτερα.

-«Για στάσου!», κακάρισε κάπως πιο μελωδικά από άλλες φορές, «τι είναι τούτο που περνάει; Ένα καράβι, σαν εκείνο το ξεχασμένο παιγνίδι στην αυλή, που τσιμπολογάω. Μόνο που αυτό εδώ είναι κάτασπρο και αφράτο! Ε, πάρε με μαζί σου», κακάριζε όλο και πιο δυνατά η κοτούλα στο σύννεφο που της έμοιαζε με καράβι, αλλά εκείνο ούτε που άκουσε. Έσκιζε τον ουρανό με φόρα και έφευγε για μέρη μακρινά.
-«Κρίμα», ξανακάκαρισε η κοτούλα και πάνω που πήγε να κατεβάσει το κεφάλι, βλέπει το καράβι της να αλλάζει.
-«Μα αυτό είναι ένα ροζ τριαντάφυλλο, το πιο ωραίο που έχω δει ποτέ!» σκέφτηκε κακαριστά η κοτούλα και κοίταξε την τριανταφυλλιά που φύτρωνε πιο μακριά από το κοτέτσι, για να βεβαιωθεί πως δεν έκανε λάθος.
-«Ε, στάσου να σε τσιμπολογήσω», κακάρισε με πάθος η κοτούλα, που δεν ήξερε πως τα τριαντάφυλλα τα μυρίζουμε και δεν τα τρώμε, ούτε έτυχε να ακούσει μέχρι τώρα για τα τριανταφυλλιά σύννεφα της αυγής.
-«Τι κρίμα», σκέφτηκε όπως πάντα κακαριστά η κοτούλα, «δεν σταμάτησε...».
-«Ει, δεν είναι πια τριαντάφυλλο, είναι, είναι, πουλί!», είπε φωναχτά η κοτούλα, που επειδή δεν πέταγε, ούτε κελάηδαγε, δεν ήξερε ότι είναι και αυτή πουλί.
-«Στάσου πουλάκι», κακάρισε κελαηδιστά αυτή τη φορά, «μάθε με να τραγουδώ!»
Μα τότε φύσηξε άνεμος δυνατός και χάθηκε και το πουλί.
-«Τι ωραία που είναι να κοιτάω τον ουρανό, και καθόλου βαρετό!», συμπλήρωσε από μέσα της.
-«Μόνο που πια δεν περνάει τίποτα...», κακάρισε θλιμμένα και χαμήλωσε το κεφάλι στη γη.

Έτσι όμως όπως είχε ανέβει στη στέγη του κοτετσιού, μπορούσε να βλέπει από ψηλά τα ορνιθοσκαλίσματά της.
-«Μα αυτά δεν δείχνουν τίποτα, ούτε καράβια, ούτε λουλούδια, ούτε πουλιά. Θέλω να φτάξω άλλα!»
Πηδάει με βιάση από τη στέγη, τόσο που ξέχασε πως δεν μπορεί να πετάει και ούτε που της φάνηκε, ήταν άλλωστε σαν να πετούσε. Βρίσκει ένα κομμάτι γης άγραφο και αρχίζει ορεξάτα να το σκαλίζει. Στην αρχή τα ορνιθοσκαλίσματά της της έμοιαζαν ορνιθοσκαλίσματα. Λίγο-λίγο όμως άρχισαν να σχηματίζονται αστέρια, φεγγάρια, οι μυρωδιές από την κουζίνα του αγροτόσπιτου, παιδικά γελάκια και καβγάδες, τα κύματα της θάλασσας που έβλεπε από μακριά, τα γαβγίσματα του σκύλου, δέλτα που ανέμιζαν στον αέρα σαν πανιά βαρκούλας, λάμδα ψηλά σαν το βουνό που έβλεπε κάθε ξημέρωμα, όμικρον με το φως της πανσέληνου, γιώτα ψηλά σαν κυπαρίσσια, ψι που καμάκωναν σύννεφα, ρω που ερωτεύονταν. Και μετά τα ορνιθοσκαλίσματα τα έκανε λέξεις που μυρίζαν σαν τριαντάφυλλα, χρώματα που ζωγράφιζαν δειλινά και παράξενα πλάσματα, ήχους που κουδούνιζαν σαν τα φύλλα της λεύκας την Άνοιξη. Σκάλιζε, σκάλιζε αδιάκοπα η κοτούλα, τόσο που ξέχναγε να τσιμπολογήσει ενώ έφτιαχνε τα ορνιθοσκαλίσματά της. Και όταν κάποτε γέμισε εκείνο το άγραφο κομμάτι γης, ανέβηκε στη στέγη του κοτετσιού, βράδυ πια. Απόρρησε που δεν κοιμόταν νωρίς σαν κότα μα τώρα δεν είχε καιρό για τέτοια παρά μόνο για ορνιθοσκαλίσματα. Κοιτάζει κάτω, βλέπει πια έναν πίνακα με γράμματα, χρώματα, μυρωδιές και ήχους. Κοιτάζει πάνω βλέπει τον ουρανό με τ’άστρα.

Εκείνο το βράδυ κοιμήθηκε στη στέγη για να ονειρεύεται καλύτερα τα αυριανά της ορνιθοσκαλίσματα και τα μακρινά αστέρια.
 

Αυτό το παραμυθάκι γράφτηκε σε μια προσπάθεια ενθάρρυνσης παιδιών στα πρώτα βήματα γραφής. Ένα σκέτο Δ, Λ, ή Ο που πρέπει να αναπαραχθούν πανομοιότυπα μέχρι να γεμίσει η κόλλα προκαλούσε αφόρητη ανία. Η ανάγκη επέτασσε τη δημιουργία μιας ιστορίας, ώστε να μπορέσει το παιδί να δει ότι τα γράμματα είναι σημαντικά εργαλεία και όχι απλές γραμμούλες.

Δευτέρα 15 Μαρτίου 2010

Η Αλίκη του Λούις Κάρολ και η Αλίκη του Τιμ Μπάρτον


Alice in Wonderland, Tim Burton

Θεωρητικά ο σκηνοθέτης, αν πιστεύει ότι μπορεί να δώσει μια άλλη οπτική του όποιου κειμένου, επεμβαίνει κατά τρόπο ώστε να το εμπλουτίζει ή να το φτωχαίνει. Και στις δύο περιπτώσεις προϋποτίθεται ότι ο σκηνοθέτης έχει στέρεο εγώ με μία σαφή οπτική που τουλάχιστον πιστεύει ότι μπορεί να συνδιαλλαγεί με το κείμενο. Διαφορετικά, εξαφανίζει το σκηνοθετικό εγώ του στο μέτρο του δυνατού, ώστε να δώσει προτεραιότητα στο συγγραφέα.

Φαίνεται ότι ο Τιμ Μπάρτον ανήκει στις περιπτώσεις που χρησιμοποιούν το κείμενο προσχηματικά αλλοιώνοντάς το επί της ουσίας και επί των τύπων, πιστεύοντας ότι η οπτική του (υπερτονισμένου εδώ) εγώ του είναι απαραίτητη για να ανανεώσει το λογοτέχνημα και τις ιδέες του σε μία πιο «διαχρονική» εκδοχή. Το τελικό αποτέλεσμα είναι η έκπτωση της Αλίκης προς μία κατεύθυνση που θέλει την ηρωίδα σε μια πορεία αυτογνωσίας κομμένη και ραμμένη στα προσωπικά μέτρα και αξίες του σκηνοθέτη, κάτι που γειώνει το κείμενο αποδομητικά σε βαθμό να καθίσταται μη αναγνωρίσιμο. Η θεμιτή συνδιαλλαγή με το λογοτέχνημα και οι αποστάσεις από αυτό ώστε να διατηρείται και η αυτονομία του καθενός δίνουν τη θέση τους στο υπερφίαλο σκηνοθετικό βλέμμα που όχι μόνον αγνοεί την υπερτονισμένη και διαλυτική μάτια του, αλλά επιπλέον θεωρεί ότι το έργο του αναφέρεται στο εμείς που πραγματεύεται ο Λούις Κάρολ μέσα από το βλέμμα της ηρωίδας του με έναν δραματικό, σύγχρονο και ανανεωμένο τρόπο.

Ο Κάρολ θέλει την Αλίκη σε μία πορεία αυτογνωσίας στη Χώρα των Θαυμάτων, όπου σαφώς μετατοπίζεται εξαιτίας της συνάντησής της με κάθε ένα από τα πλάσματα που συναντά. Μεγαλώνει, μικραίνει, γίνεται δυσαρμονική, βρίσκει το αληθινό της μέγεθος. Αυτά ειπωμένα και αλλού. Αλλά, η μεταμόρφωσή της ακολουθεί έναν βασικό, βαθιά ανθρώπινο άξονα, το κίνητρό της να επικοινωνήσει με τους κατοίκους της Χώρας των Θαυμάτων. Το εγώ της ναι μεν υφίσταται, αλλά δεν εγκλωβίζεται σε έναν αυτοαναφορικό χαρακτήρα. Λαμβάνει υπόψιν της τον άλλο, αφού σκοπός της είναι η επικοινωνία, αλλά δεν εξαϋλώνεται. Θαυμαστή ισορροπία του εγώ και του εσύ, εν ολίγοις της προϋπόθεσης του εμείς. Από εκεί και πέρα η επικοινωνία μπορεί να επιτευχθεί ή να αποτύχει, το εμείς να παραμείνει στη σφαίρα του ποθητού, όπως συνέβη στην Αλίκη του Κάρολ. Όμως συνεχίζει να παραμένει όρθιο το αξιακό της σύστημα και κινητήριος δύναμή της: σκοπός το εμείς και όχι το εγώ ως αυτοσκοπός παρά μόνον ως συστατικό του εμείς. Ο χώρος για το εσύ ανοιχτός.

Αντίθετα ο Μπάρτον παρουσιάζει μια Αλίκη, οπωσδήποτε με παρρησία, θαρραλέα και με αγωνιστική διάθεση, αλλά τα όντα που συναντά είναι κατά βάση μανιχαϊστικά. Ή κακά ή καλά σε βαθμό υπέρμετρο. Γι’ αυτό και παρελαύνουν στην ταινία τρομαχτικά απειλητικά τέρατα που την κυνηγούν να την σκοτώσουν, βασίλισσες κακές που προχωρούν πράγματι στον αποκεφαλισμό όσων καταδικάζουν-εν αντιθέσει με την κακιά Ντάμα Κούπα του Κάρολ που είναι αρκετά έξυπνη ώστε να παραμείνει στην απειλή-, λευκές αφελείς και γλυκερές βασίλισσες κούκλες που αρνούνται να αγωνιστούν και περιμένουν μια Αλίκη να σώσει το βασίλειό τους και το αποκορύφωμα, ένας ασπόνδυλος δράκος που η ηρωίδα αποκεφαλίζει και ξεμπερδεύει μια και έξω για τη λοιπή της ζήση με το θέμα αυτογνωσία. Το εσύ λοιπόν, τα πλάσματα που συναντά, υφίστανται μόνον ως εχθροί που πρέπει να παλέψει και να εξαφανίσει ή να υποτάξει. Οι φίλοι, όπως ο Τρελοκαπελαδούρας-Τζόνυ Ντεπ, χρησιμεύουν για να ανακαλύψει το εγώ της, πλην όμως όταν της ζητά να μείνει στη Χώρα των Θαυμάτων, εκείνη αρνείται γιατί πρέπει να συνεχίσει. Το πράγμα αποκτά κάποια βαρύτητα γιατί ο Μπάρτον επινόησε ένα γιαλαντζί ερωτικό στοιχείο μεταξύ Αλίκης και Τρελοκαπελαδούρα, οπότε η άρνηση της Άλικης γεννά ερωτήματα περί του εμείς. Ο Κάρολ βεβαίως δεν υπόπεσε σε ένα τόσο ξεκάθαρο σφάλμα που δυναμιτίζει την καθαρότητα του έργου. Ο Κάπελας είναι ένα πλάσμα όπως τα άλλα, γι’αυτό και η Αλίκη παρά τις ευρύτερες προσπάθειές της για επικοινωνία, φεύγει. Δεν την βρήκε εκεί. Κέρδισε πολλά, αλλά όχι το εμείς. Ο Μπάρτον όμως απτόητος, μιας και αξία της ηρωίδας του δεν είναι το εμείς το περιέχον το εγώ και το εσύ, αλλά το εγωιστικό εγώ, εκμεταλλεύεται τα πλάσματα και αποχωρεί. Για πού; Μα για το επόμενο στάδιο, μια ζοφερή πραγματικότητα που απορρίπτει (αν και εμφανώς το ίδιο θα έκανε και χωρίς να περάσει από τη Χώρα των Θαυμάτων) και φεύγει. Για πού; Μα για το επόμενο στάδιο, την αναζήτηση μέσα από το ταξίδι (ω, ναι, μπαρκάρει για την Κίνα ως έμπορος!). Ακόμα και αν παραβλέψουμε το θέμα αναζήτηση του χρήματος, μένει δυσεπίλυτο, με τον τρόπο που το θέτει ο Μπάρτον, το βασικό θέμα. Τι αναζητά η Αλίκη και μας χαμογελά από την οθόνη έτσι γαλήνια και σίγουρη; Το ταξίδι στο πλατύ εσύ του «κόσμου», πιστεύοντας μάλιστα ότι έτσι υποτάσσει ή περιορίζει το εγώ της διαχέοντάς το στο γενικό εσύ, ενώ η αλήθεια είναι πως την κινεί το υπέρμετρο εγώ της που δέχεται αυτάρεσκα να το «θυσιάσει» στο σχήμα (αυτόνομο, άρα με αυτοπροσδιορισμό) εγώ+(αυτόνομο, άρα με αυτοπροσδιορισμό) εσύ=εμείς. Κέρδος η απροσδιοριστία και του εγώ και του εσύ και όλων. Και η ρετσινιά του διογκωμένου εγώ.

Από εκεί και πέρα, η αισθητική και η μορφή ακολουθούν το περιεχόμενο. Ασάφεια και απροσδιοριστία στο σχεδιασμό των μορφών, λίγο από μεσαιωνικό δράκο και ιππότες, λίγο από πριγκήπισσες του παραμυθιού, λίγο από ζόφο για το ζόφο και βεβιασμένο χιούμορ, λίγος ψευτοερωτισμός για να αξιοποιηθεί και ο Τζόνυ Ντεπ... Οπωσδήποτε, ακόμα κι αν μεμονωμένα κάτι είναι επιτυχημένο, ακριβώς επειδή δεν υπάρχει οργανική σύνδεση μεταξύ των μερών, καταρρέει. Κακοχωνεμένη Αλίκη το αποτέλεσμα. Για το μόνο που δεν μπορεί κανείς να κατηγορήσει τον Μπάρτον είναι η συνέπεια. Περιεχόμενο και μορφή βρίσκονται σε αγαστή σύμπλευση. Δεν κοροϊδεύει. Δείχνει ξεκάθαρα αυτό που πιστεύει. Έλα όμως που ο θεατής πήγε να δει τη δική του Αλίκη και νιώθει εξαπατημένος από τον κράχτη του ονόματός της. Να προσθέσω και απογοητευμένος;

Δευτέρα 8 Μαρτίου 2010

Η τριαδική υπόσταση του Οδυσσέα

Οδυσσέας. Ο πολύτροπος, ο πολύτλας, πρώτα απ’όλα. Ο έχων σταθερό νόστο. Στον αγώνα του να τον κατακτήσει αναγκαστικός αρωγός το πολυμήχανο. Οι δυσκολίες συνεχείς. Από τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη έως το βούλιαγμα στην ηδονή στο νησί της Κίρκης. Ο ήρωας δεν ηττάται. Είναι ο ισχυρός νόστος που τον οδηγεί. Γνωστά όλα τούτα και αντιληπτά με την πρώτη ματιά. Υπάρχει όμως πάντα και ένα δεύτερο βλέμμα, τριεπίπεδο κατά το σύστημα της τριαδικότητας, που επαναλαμβάνεται από τα δημοτικά τραγούδια μέχρι την τριαδική υπόσταση του θεού των χριστιανών. Εδώ φαίνεται πως η τριαδική σύλληψη της πορείας του Οδυσσέα δεν παραμένει κενό τέχνασμα, μα έχει αντίκρυσμα ουσιαστικό.

 Παραμύθι-Ουτοπία-Πραγματικότητα

Το παραμύθι

Circe indiviosa, John William Waterhouse, 1892

Και για να γίνει πιο φανερό ο ποιητής το διανθίζει με μπόλικα παραμυθικά στοιχεία. Μονόφθαλμοι Κύκλωπες, μάγισσες και νεράιδες, ασκοί παραφουσκωμένοι με αέρηδες, σειρήνες γλυκόφωνες, νηπενθείς λωτοί και άλλα θαυμαστά και τρομερά. Η αρχή. Το «παιδί» που πρέπει να βιώσει και να βρει τρόπους να προσπελάσει όλα τούτα, αν θέλει να πάει παρακάτω. Όχι δίχως αντίκρυσμα στην πραγματικότητα στο πρώτο μέρος της ζωής όλα αυτά τα παραμύθια.
 Ο απολίτιστος Κύκλωπας είναι υπαρκτός. Ο ασεβής προς νόμους, θεούς, ανθρώπους που τρόπο του έχει τη βία πρέπει να νικηθεί και τα κοινά μέσα που διαθέτει ο πολιτισμένος είναι εδώ άχρηστα. Πρέπει να επινοήσει άλλα χωρίς να υποβιβαστεί σε αγριάνθρωπο, πράγμα σχεδόν αδύνατο. Ακόμα κι ο Οδυσσέας δεν τα καταφέρνει μέχρι τέλους. Υποπίπτει σε ύβρη, όπως ο αγροίκος κύκλωπας, κομπάζοντας για τις ικανότητες που του δίνουν δύναμη. Αναμφισβήτητες. Όταν όμως πήγε να χρησιμοποιήσει αυτή τη δύναμη όχι για να σωθεί πια, αλλά για «επιβληθεί» στον Ποσειδώνα, εξισώθηκε με τον Πολύφημο. Δύναμη για τη δύναμη. Ο αγροίκος εδώ Οδυσσέας τιμωρείται τελικά με το χαμό των συντρόφων του για την απολιτισιά του.
 Η Κίρκη είναι υπαρκτή. Η ηδονή που παραλύει και καθηλώνει δια παντός. Όχι κατ’ανάγκη η ερωτική. Το βούλιαγμα στην ευχαρίστηση, στην άκοπη και άσκοπη ευτυχία, την εύκολη, που φοβάται την πορεία, την αυτογνωσία, την οδύνη που αυτή παράγει, το στόμωμα των αισθήσεων ή του πνεύματος. Ευδαιμονισμός. Εντυπωσιάζει ότι ο Οδυσσέας έχασε εκεί τη βούλησή του, όπως πουθενά αλλού. Οι σύντροφοί του ήταν αυτοί που τον ανέσυραν για να κινήσει. Ο όποιος καταναλωτισμός αγαθών πάσης φύσεως πάντα θα είναι επίκαιρος. Στον δε πάτο του ευδαιμονισμού θανατίλα. Το κενό. Δεν είναι τυχαίο ότι αμέσως μετά το νησί της Κίρκης ο Οδυσσεύς κατεβαίνει στον Άδη. Πεθαίνει στον ηδονισμό κι ανασταίνεται έχοντας πια τη γνώση του θανάτου κέρδος. Πέρασε από εκεί, αλλά βγήκε ζωντανός αφήνοντας πίσω του και τις Κίρκες και το θάνατο που καταλήγουν.
Η Καλυψώ υπαρκτή και αυτή. Εδώ ο ηδονισμός δίνει τη θέση του στην καταναγκαστική συντροφικότητα. Καταναγκαστική γιατί ο Οδυσσέας είναι απών. Θρηνεί στην παραλία για μια άλλη συντροφικότητα πλαισιωμένη από τον οίκο του. Κι ας χάνει την αμέριμνη αθανασία και την ομορφιά που του προσφέρει μια νύμφη. Δεν είναι η δική του, κι ας είναι ανώτερη. Δεν είναι κομμάτι του. Η κατά περιστάσεις κατάσταση που αφομοιωνόμαστε λόγω των όποιων αναγκών, αλλά ανακαλύπτουμε ότι όσο όμορφες και να είναι, μας κάθονται πάνω μας ξένο ρούχο που απεκδυόμαστε επώδυνα για μας και τους άλλους.
Οι Σειρήνες παρούσες κι αυτές. Το κάλεσμα της γνώσης άνευ ορίων και όρων. Της όποιας γνώσης, εξωτερικής ή εσωτερικής ως αυτοσκοπός. Ο ήρωας δεν κλείνει τα αυτιά του. Δε θέλει να στερήσει από τον εαυτό του αυτή την απόλαυση. Δε θέλει όμως και να χαθεί στο κυνήγι της γνώσης για τη γνώση θυσιάζοντας το νόστο του. Μπορεί να θέλγεται και να την ποθεί, αλλά πιο πολύ ποθεί την ανθρωπιά του γυρισμού. Με βάσανο προτιμά να μην είναι ο απάνθρωπος Χίλμπερτ, ο μαθηματικός που γέμιζε μανιωδώς τον πίνακα με σύμβολα, απερίσπαστος, την ώρα που ο γιος του κραύγαζε βοήθεια, ενώ τον έκλειναν στο τρελοκομείο.
Οι λωτοί, η καταβόθρα της μνήμης, η γομολάστιχα της οδύνης αλλά και της χαράς της μνήμης, το απορρυπαντικό που ξεπλένει εμπειρίες, ανθρώπους, πόθους, όνειρα, απώλειες χάριν ευκολίας. Οι λωτοφάγοι, οι ζωντανοί νεκροί, σε τίποτα διαφέρουν από τις ψυχές στον Άδη που συναντά κατά την κατάβασή του ο Οδυσσέας, των νεκρών που ένα κοινό ρητώς έχουν: λήθη. Η μνήμη αντίδοτο του θανάτου, κατακύρωση της ζήσης. Μια παγίδα κι αυτό, να μην επιλέξει ο άνθρωπος τον εύκολο θάνατο εν ζωή, την αμεριμνησία της λησμονιάς. Η μνήμη έχει βάρος, ασήκωτο. Θέλει τα γόνατα λυγισμένα και κόπο πολύ να προχωράς κουβαλώντας την.
Και άλλες περιπέτειες στο παραμύθι το αναγκαστικό, το προαπαιτούμενο για τη συνέχεια, αυτό που ο άνθρωπος πολεμάει στο μέτρο των δυνάμεων του δράκους και θεριά μέσα του και έξω του. Αυτό που ανάλογα με τον αγώνα του θα τον καταστήσει περισσότερο ή λιγότερο άνθρωπο. Πάντως άνθρωπο με ιδιότητες.

Η ουτοπία
"θαύμαζε δ'Οδυσήα εν οφθαλμοίσιν ορώσα" θ459
(κι έμεινε εκεί να τον θαυμάζει, το βλέμμα προσηλώνοντας στον Οδυσσέα)
Ναυσικά, Frederick Leighton, 1878

Εκεί που τελειώνει το παραμύθι αρχίζει η ουτοπία. Στο ανάμεσο τους ύπνος βαθύς σαν θάνατος. Αναγκαίος, για να ακολουθήσει η ανάσταση σε έναν άλλο τόπο και εν προκειμένω στον ου τόπο. Ο Οδυσσέας ναυαγεί στη Σχερία, το νησί των Φαιάκων, το ανάμεσο στο παραμύθι και στην πραγματικότητα. Το ενδιάμεσο στάδιο στην πορεία της ζωής ή καλύτερα στην εξελικτική πορεία. Όταν ξυπνάει από ύπνο βαθύ ανασταίνεται σε μια ιδανική χώρα, υπερπολιτισμένη σε όλα τα επίπεδα, μυθική όσο και ιστορικά ανεφάρμοστη. Τα πάντα είναι τέλεια, ονειρικά. Ξυπνάει όμως γυμνός. Όλες οι ιδιότητες που με τόσο κόπο απέκτησε κατά την περιδιάβασή του στο παραμύθι, έχουν απεκδυθεί. Το ρούχο, αυτό που καλύπτει στην καθημερινότητα τον άνθρωπο συχνά από τα ίδια του τα μάτια, γίνεται τώρα αναγκαίο για να παρουσιαστεί ο ήρωας μπροστά στη Ναυσικά. Στους Φαίακες ο Οδυσσέας αποκτά λίγο λίγο ένδυμα, κομμάτι το κομμάτι. Ανακτά τις ιδιότητές του κρίνοντας ενίοτε και αξιολογώντας τες. Αποκαθίσταται λοιπόν πρώτα από όλα στα ίδια του τα μάτια. Είναι πράγματι ο Οδυσσέας και τώρα το μαθαίνει εκ νέου. Τώρα ξέρει ποιος είναι. Αυτοεκτίμηση λοιπόν. Δευτερευόντως αποκτά και την εκτίμηση των ακροατών του. Γιατί τις ιδιότητές του, το ρούχο που θα καλύψει τη γύμνια, τις επανακτά διηγούμενος στην ομήγυρη των Φαιάκων τα κατορθώματά του. Εκεί σαν να βλέπει πρώτη φορά τη δική του ιστορία, εκεί το έως τώρα γίγνεσθαί του αποκρυσταλλώνεται και έχει την ευκαιρία να το δει ολάκερο όντως πια ακροατής του ίδιου του του εαυτού.
Η ουτοπική Σχερία γίνεται με τον τρόπο αυτό γέφυρα για να μεταβεί στην πραγματικότητα. Εκεί και μόνον εκεί λαμβάνει με τη βοήθεια των Φαιάκων το δώρο του αυτοπροσδιορισμού και της αυτοεκτίμησης, όπλα που δίχως αυτά δεν θα μπορέσει να σταθεί στην πραγματικότητα του. Πολύτιμη η βοήθεια της Ουτοπίας, στάδιο που δομεί τον άνθρωπο, και μέρος του νόστου. Γιατί εκεί πραγματοποιείται ένα μέρος του νόστου του, διόλου αμελητέο. Ένα μεγάλο κομμάτι του, αλλά όχι όλος. Αν δεν περάσει στο επόμενο θα μείνει λειψός και ανολοκλήρωτος. Γι’αυτό αρνείται τη Ναυσικά. Αξίζει να ειπωθεί ότι η παρομοίωση του θάμβους της ομορφιάς της με την αποκαλυπτική ομορφιά του νιόβγαλτου βλασταριού της φοινικιάς, που του είχε κάποτε φανερωθεί στη Δήλο και που για πάντα θα κλείνει μέσα του, είναι κατά κοινή ομολογία η δυνατότερη στην επική ποίηση.

Η πραγματικότητα

Πηνελόπη, Max Klinger, 1895

Λείπει το τρίτο σκαλοπάτι. Ο Οδυσσέας φορτωμένος δώρα βιώνει την αναχώρησή του από την Ουτοπία ως θάνατο. Ύπνος βαθύς σα θάνατος μας λέει ο ποιητής τον πήρε στο καράβι των Φαιάκων. Δεν ξύπνησε παρά πολύ μετά, στην Ιθάκη του, όταν πια το καράβι είχε φύγει. Ο Οδυσσέας, μη βλέποντας το καράβι της ουτοπίας δίπλα του, αμφισβητεί τους Φαίακες. Χάνει την εμπιστοσύνη του, παρά τα δώρα που του χάρισαν. Δεν ξέρει ακόμα ότι τον απώθεσαν έτσι απαλά στη χώρα του και ότι δεν τον ξεγέλασαν. Όταν κάποτε το διαπιστώνει, αποκαθίσταται η εμπιστοσύνη του. Το δε καράβι των Φαιάκων-φροντίζει να ενημερώσει εμάς ο ποιητής, αλλά όχι τον Οδυσσέα- μαρμαρώνει μεσοπέλαγα στο διηνεκές του χρόνου από το χέρι του Ποσειδώνα. Ενσυνείδητη αυτοθυσία λοιπόν, έτσι όπως ταιριάζει στην ουτοπία. Το τίμημα που εν γνώσει τους πλήρωσαν οι Φαίακες για την ανιδιοτελή περίθαλψη του Οδυσσέα σταματά εκεί. Ο θεός δεν περιβάλλει με βράχια όλο το νησί, όπως είχε απειλήσει, αποκλείοντάς το δια παντός από τον έξω κόσμο. Το καράβι το μαγικό όμως, όπως το λέει ο Όμηρος, που ταξιδεύει μόνο του μονάχα νύχτα, το μαρμάρωσε. Και αυτό και τη μαγεία του.
Ο ήρωας, ο άνθρωπος, ανασταίνεται μετά τον ύπνο-θάνατο στην Ιθάκη. Δεν κατέκτησε ακόμα ολάκερο το υπόλοιπο του νόστου του, παρόλο που πάτησε το πόδι του στη γη του. Αυτήν της πραγματικότητας πια και όχι της ουτοπίας. Νέοι αγώνες ατελείωτοι για να πατήσει πόδι στην πραγματικότητά του, να εδραιωθεί σε αυτήν. Το παιδί του δεν τον αναγνωρίζει, οι Ιθακήσιοι, μνηστήρες και μη, δεν τον αναγνωρίζουν, η Πηνελόπη δεν τον αναγνωρίζει. Πρέπει να τους δώσει σημάδια, αυτά που γυρεύει ο καθένας τους, για να καταλάβουν και να αποδεχθούν ότι ο ξένος που έχουν μπροστά τους είναι ο πολυπόθητος θετικά ή αρνητικά Οδυσσεύς. Τώρα όμως ο ήρωας ξέρει ποιος είναι, γνώση που απέκτησε από τη διαδρομή του στο παραμύθι και στην ουτοπία. Αν ξέρεις ποιος είσαι, πείθεις πιο αμετάκλητα τον άλλο. Ίσως όχι πιο εύκολα, αλλά πιο σταθερά. Ο νέος αγώνας δεν είναι προδιαγεγραμμένος ως προς το αποτέλεσμα. Είναι όμως ως προς την κατεύθυνσή του. Αν στο παραμύθι της αρχής και στην ουτοπία της συνέχειας ενδύθηκε πρόσωπο απτό, που μπορεί να κοιτά στον καθρέπτη του, έστω και μόνος αυτός, τότε το τρίτο σκαλί της πραγματικότητας θα τον αποζημιώσει τον Οδυσσέα. Τέτοιον που τον χαρήκανε σε όλη του την πορεία και οι νεράιδες και οι Κύκλωπες και οι Φαίακες και οι μνηστήρες και οι Τηλέμαχοι και οι Πηνελόπες. Άξιον άνθρωπο.

Τετάρτη 3 Μαρτίου 2010

Γραφείο απωλεσθέντων πληροφοριών ή εντός τροχιάς

Ψιλή άμμος συλλέκτης ιχνών. Κοιτάζω. Πατημασιές από πόδια γυμνά. Κοντοστέκομαι. Μοιάζουν να οδεύουν προς τα μπρος. Ήρεμα, σπάνε λίγο μόνον την κρούστα της άμμου. Προσπαθώ να ανασυνθέσω την πληροφορία. Σε ποιον ανήκουν τα πόδια που άφησαν τα ίχνη, πώς έμοιαζε, γυναίκα ή άντρας, τι σκεφτόταν, πώς ένιωθε, αν πήγαινε κάπου, χίλια πράγματα, μορφή και αύρα, το γίγνεσθαί του την ώρα που περπάταγε στην παραλία. Δεν μπορώ. Μόνον εικάζω. Ένα ίχνος και ο τρόπος που αποτυπώθηκε η μόνη πληροφορία για την ανασύνθεση της ύπαρξης.

Συνεχίζω παρακάτω. Τα ίχνη βαθαίνουν. Επιτάχυνση ή βάρος στατικό; Τα ίχνη πληθαίνουν. Από τον ίδιο άνθρωπο, αλλά αντικρυστά, να μην αντιλαμβάνομαι πια την κατεύθυνσή τους. Συνεχίζω ευθύγραμμα να τα ακολουθώ. Μια πατημασιά από πόδι προστατευμένο, όχι ανυπόδητο. Ανάμεσα στην ύπαρξη που το αποτύπωσε και στην άμμο παρεμβάλλεται διαχωριστική επιφάνεια, ένα πλαστικό που μιμείται το σχήμα του πέλματος. Η πληροφορία για την ανασύνθεση του νέου ίχνους ακόμα πιο μικρή λοιπόν. Βγαίνω από το περίβλημα αυτού του αποτυπώματος και κοιτάζω πώς είναι τοποθετημένο, για να αυξήσω την πληροφορία μου. Το βλέπω διαγωνίως να εισβάλλει στην πορεία των ιχνών των γυμνών ποδιών. Μα και πάλι, ίσως να προϋπήρχε και να ακολούθησαν τα άλλα ίχνη εκ των υστέρων. Συναντήθηκαν άραγε; Πόσες ιστορίες μπορώ να ανασυνθέσω από τα ίχνη στην άμμο, για τα πρόσωπα που τα άφησαν, πόσες ιστορίες που όλες δυνητικά θα μπορούσαν να λειτουργούν σε παράλληλα σύμπαντα, αλλά μόνον μία στο σύμπαν το βιωμένο, η μόνη που υπήρξε;

Σηκώνω το βλέμμα, κοιτώ πέρα. Σύμπτωση. Αντικρύζω υλοποιημένη τη μορφή που άφησε τα ίχνη της στην άμμο ανυπόδητη να χάνεται στον ορίζοντα. Το ίχνος της ύπαρξής της. Μία εικόνα τρισδιάστατη. Η πληροφορία αυξήθηκε. Βλέπω πια ένα εξωτερικό περίβλημα, τη δυναμική του, την κατεύθυνσή του τη δεδομένη στιγμή. Η υπόλοιπη πληροφορία, η μεγαλύτερη, πού χάθηκε;

Υποθέτω τώρα ότι γνωρίζω αυτή τη μορφή, το εσύ, άρα διαθέτω κατά πολύ αυξημένη πληροφορία. Σπάω λίγο το εξωτερικό περίβλημά της, διεισδύω στα έγκατα. Ξάφνου σκοτάδι. Έλλειψη πληροφορίας. Επανέρχομαι. Υποθέτω ότι γνωρίζω πολύ καλά αυτήν την οντότητα. Φως από νέα πληροφορία. Λίγο παρακάτω πάλι σκοτάδι. Αδιαπέραστο. Επανέρχομαι.

 Υποθέτω ότι είμαι αυτή η μορφή. Εγώ. Αντιλαμβάνομαι γιατί τα ίχνη μου στην άμμο είναι αντικρυστά, αντιλαμβάνομαι τις διαδρομές των ποδιών, το βάθος των ιχνών, ξέρω για τα ανυπόδητα και μη ίχνη που περιβάλλουν τα δικά μου, αν συνάντησα όλους αυτούς τους ανθρώπους πράγματι, αν κοντοστάθηκα ή σταμάτησα για ώρα, αν διασταυρώθηκα, αν συνεχίσαμε μαζί, αν διαχυθήκαμε λιγάκι ο ένας στον άλλο, αν θα θυμάμαι ή θα ξεχάσω τα ίχνη τους, αν η συγκυρία με έκανε να τους δω ή όχι, αν έχω πληροφορίες για αυτούς ώστε να αποτυπωθούν τα ίχνη τους στη μνήμη μου, αν διάλεξαν ή διάλεξα να γίνω η χοάνη των πληροφοριών που τους αφορούν, αν τελικά πράγματι ποτέ οι μορφές τους ήταν ορατές σε πραγματικό χρόνο ή πέρασαν κάπου εκεί κοντά πριν ή μετά από μένα. Εισροή πληροφορίας, άπλετο φως. Για λίγο. Το σκοτάδι μετατέθηκε απλά παρακάτω. Αδιαπέραστο. Και τώρα τι; Αν τα ίχνη ανήκαν σε μένα, πάλι η έλλειψη πληροφορίας παράγει σκότος. Τα ίχνη πιο καθαρά από ποτέ, αλλά ίχνη.

Δοκιμάζω να κοιτάξω κάτω από την άμμο. Στρώματα ιχνών που έχουν σβυστεί. Η πληροφορία για αυτά σχεδόν ανύπαρκτη. Το εύρος των παράλληλων συμπάντων ζαλίζει. Ο αριθμός των εικασιών προκαλεί ίλιγγο. Δοκιμάζω να κοιτάξω από πάνω μου. Τα ίχνη διαγράφονται στον αέρα. Τα σφυρίζουν οι αέρηδες και οι φλοίσβοι. Πέραν αυτής της απειροελάχιστης πληροφορίας, τίποτα. Οι ίλιγγοι αυξάνονται. Η διαχείριση των εικασιών απολύτως μάταιη.  Ξαναγυρνάω στα ίχνη στην άμμο. Αν ήταν δικά μου. Εδώ η  μέγιστη πληροφορία για την ανασύνθεση της μορφής. Η μέγιστη, αλλά όχι όλη. Δοκιμάζεις να αυξήσεις την πληροφορία σου για τη μορφή σου συνδιάζοντας όλα τα άλλα ίχνη, ορατά και αόρατα, τις αλληλοκαλύψεις τους, τις διαχύσεις τους. Αν αντέξεις τα παράλληλα σύμπαντα της απροσδιοριστίας τους. Αν αντέξεις τους ιλίγγους. Το σκοτάδι μετατοπίστηκε λίγο παρά κει, αν και προς στιγμή μοιάζει να αυξήθηκε, αν και προς στιγμή μοιάζει το φως της πληροφορίας σου να θόλωσε. Και τώρα τι;


Συλλέκτης των πληροφοριών που αφήνουν τα ίδια σου τα ίχνη παρόλα αυτά. Λίγο φως παραπάνω κάθε φορά που τα κοιτάς ή τα μπερδεύεις με τα άλλα ή τα αφήνεις τα διαχυθούν στα άλλα. Να αγνοείς όμως το πέρας του σκότους. Ίσως να το έβαλες κατά τι ελάχιστο ή περισσότερο, ή «συγκλονιστικά» περισσότερο άμεσα ή έμμεσα, συνειδητά ή ασύνειδα, κατά τη γνώμη τη δική σου ή των άλλων. Να αγνοείς όμως το τέρμα του. Να αγνοείς αν υπάρχει τέρμα. Κοιτάς με αλληλέγγυο οίκτο τους αρχαιολόγους, τους παροντολόγους και τους μελλοντολόγους. Ο χρόνος αδιάφορος και στην έκτασή του και στη στιγμή του. Όλοι τον ίδιο σκοπό έχουν. Όλοι συλλέκτες πληροφοριών. Όλοι πιασμένοι χέρι χέρι στο τούνελ που δεν τελειώνει ποτέ. Όλοι θηρευτές της ουτοπίας, του συνόλου των πληροφοριών. Ουτοπία ονομάσανε το θεό, το παντογνώστη. Το κυνήγι της ουτοπίας το βαφτίσανε συμμετοχή στο θείο. Όλοι το κυνηγάνε αναγκαστικά μέσα από θρησκείες, χαρτορίχτρες, επιστήμες, γέφυρες μεταξύ ιχνών, αισθήσεις, διαισθήσεις, προαισθήματα, λογικές και παραλογισμούς, τέχνη, ψευτοτέχνη, αναπαραγωγή. Όλοι δοκιμάζουν ό,τι τους περνάει από το χέρι. Όλοι άνθρωποι κοινοί μετέχοντες της ίδιας ουσίας, και ο μικρός με τη συγκινητική αδυναμία του και ο μεγάλος με τη συγκινητική του υπέρβαση. Ου τόπος να σταθείς στον πολιτισμό, στο εγώ, στον άλλο, στην επιστήμη, στην ανθρωπότητα, στην ύπαρξη την με περίβλημα, την άνευ περιβλήματος. Δεν υπάρχει έξοδος. Δεν υπάρχει η ολότητα της πληροφορίας. Μόνον είσοδος στην ουτοπία. Καλώς ήρθατε σπίτι. Εντοπία. Μια άλλη εντοπία.