Τετάρτη 29 Σεπτεμβρίου 2010

Το τηλεσκόπιο-παραμύθι για παιδιά πρωτοσχολικής ηλικίας

Η Ισμήνη και ο Αριστοτέλης αγαπούσαν πολύ την αναρρίχηση και την περιπέτεια και δεν άφηναν ευκαιρία να πάει χαμένη. Κάποια μέρα η Ισμήνη κάνει τα χέρια της τηλεσκόπιο.
-«Βλέπω καλά;», αναρωτιέται, τρίβει τα μάτια της και ξανακοιτάζει.
-«Αριστοτέλη κοίτα με το τηλεσκόπιό σου!», του φωνάζει.
Το αγόρι κλείνει το ένα μάτι και κοιτάζει με το άλλο μέσα από το δικό του χέρι-τηλεσκόπιο.
-«Μια οροσειρά από γράμματα! Πάμε να σκαρφαλώσουμε!»

Καβαλάνε τα μαγικά τους φτιάρια και στη στιγμή βρίσκονται μπροστά σε ένα τεράστιο κεφαλαίο Α.
 -«Αν ανέβουμε στην κορυφή, μπορούμε να κάνουμε τσουλήθρα», λέει ο Αριστοτέλης.
Ξοπίσω του και η Ισμήνη, μα το Α ήταν πραγματικά πανύψηλο και δεν κατάφερναν τίποτα.
-«Αν σωριάσουμε δίπλα του σωρό λέξεις που αρχίζουν από Α; Άνθρωπος αόρατος ανεβαίνει ανέμους ανέμελος», λέει το κορίτσι.
-«Άμαξα ακατάστατη ακροβατεί αναποδογυρισμένη», λέει το αγόρι.
Ευθύς πατήσανε στις λέξεις από Α και φτάσανε στην κορυφή.

Κατεβαίνουν με γέλια και φόρα και προσγειώνονται στο Γ.
-«Τώρα πώς θα κατέβουμε; Να φτιάξουμε ένα αίνιγμα που η λύση του να αρχίζει από Γ! Τα λάθη σου σκουπίζω καθαρίζω, τι είμαι;»
-«Γόμα!», έλυσε το γρίφο ο Αριστοτέλης.
-«Δεν είμαι ούτε μαρίδα ούτε συναγρίδα ούτε κατσαρίδα, μα τελειώνω σε αρίδα, τι είμαι;»
-«Μήπως γαρίδα;»
-«Το βρήκες Ισμήνη!» Τα δυο παιδιά κάνανε ανεμόσκαλα τη γόμα και τη γαρίδα και κατεβήκαν από το Γ.

Αντίκρυ ήταν η πύλη του Π.
- «Πού να οδηγεί Ισμήνη;»
-«Μα στο παντού και το πουθενά, στο πότε και το ποτέ, στο πού και τον πουρέ!»
Διαβαίνουν την πύλη του Π με θάρρος και βρέθηκαν μονομιάς σε άλλον κόσμο. Παντού πάγκοι με πουτίγκα, πράσινα πράσσα σε παράγκες και παγάκια πάνω σε παγκάκια!
-«Πώς θα βγούμε από εδώ;»
-«Να γίνουμε πύραυλοι πυρακτωμένοι παντζάρια πασαλειμμένοι!», απαντά το κορίτσι.  
-«Σιχαίνομαι τα παντζάρια», παραπονέθηκε ο Αριστοτέλης. «Τι λες για παγωτά;»
-«Ωραία ιδέα!»
Ο πύραυλος εκτοξεύθηκε και τα παιδιά προσγειώθηκαν μπουκωμένα παγωτό στο Ρ.

-«Δύσκολη η ορειβασία στο Ρ», παραπονέθηκε ο Αριστοτέλης.
-«Ποια να είναι η συνθηματική λέξη για να κατέβουμε;»
-«Ρόδα!», λένε ταυτόχρονα οι δυο τους και ευθύς το αγόρι βρέθηκε με μια ρόδα ποδηλάτου στο χέρι και το κορίτσι με μια αγκαλιά ρόδα κόκκινα, τριαντάφυλλα ευωδιαστά. Στολίσαν τη ρόδα με ρόδα και ροβόλησαν από τo Ρ.

-«Πού πάμε;»
-«Γραμμή για το Μ!»
Εδώ το Μ, εκεί το Μ, πού είναι το Μ; Πουθενά. Ταράχθηκαν τώρα τα δυο παιδιά.
-«Αυτό είναι πολύ σοβαρό!», λέει o Αριστοτέλης. «Θα ζητώ να φάω μπούτι και θα μου σερβίρουν ένα ούτι. Τα μαύρα θα γίνουν αύρα και όταν παραπονιέμαι ότι είμαι μόνος, όλοι θα ακούνε ότι είμαι όνος! Πρέπει να σώσουμε τη γλώσσα από την καταστροφή!»
-«Πού να χάθηκε το Μ;», αναρωτιέται η Ισμήνη. Τα δυο παιδιά σοβαρεύουν. Είναι ώρα για δράση.
-«Πάω στοίχημα ότι κρύβεται σε μια τεθλασμένη γραμμή!»
-«Λες να τό’σκασε από το λεξικό και να πήγε σε κανένα βιβλίο γεωμετρίας ή μήπως σε κάποιον πίνακα ζωγραφικής;»
-«Να του στήσουμε παγίδα! Να δολώσουμε με λέξεις τα ι και να το ψαρέψουμε!»
Χώθηκαν λοιπόν τα δυο παιδιά σε ένα λεξικό και μάζεψαν στις τσέπες τους λέξεις ορφανεμένες από το Μ: πάντα, άρτιος, άτι». Τις αγκιστρώσανε σε κάτι σκόρπια μικρά ι,  ρίξανε  το Ο  κάτω να γίνει τρύπα στην αλφαβήτα και βάλθηκαν να ψαρεύουν.
-«Τσιμπάει!». Σηκώνουν τα ι με τις δολωμένες λέξεις και τι να δουν! Το πάντα έγινε μπάντα και γέμισε ο τόπος μουσικές. Ο άρτιος, Μάρτιος και μοσχοβόλισε ο αέρας ανοιξιάτικες μυρωδιές. Όσο για το περήφανο άτι, έγινε ένα μάτι να!
-«Βρήκαμε το χαμένο Μ!» χοροπηδούσαν τα δυο παιδιά  πολύ περήφανα και χαρούμενα. Είχαν χορτάσει πια και αναρρίχηση και περιπέτεια, για να μην πούμε πως ήταν σωτήρες της γλώσσας. Ώρα για ξεκούραση.

«Ε, τι είναι αυτό; Αριστοτέλη, βλέπεις ό,τι βλέπω;» ρωτάει η Ισμήνη.  Κάνει το αγόρι τα χέρια του τηλεσκόπιο και μετά από λίγο φωνάζουν μαζί ενθουσιασμένα.

-«Πάμε λοιπόν!»

Κυριακή 19 Σεπτεμβρίου 2010

Ήταν ένα μικρό χαρτάκι

Η πορτοκαλιά ψήλωσε, σκέπασε τη σκεπή, γεμίσαν τα ματοτσίναρα των περαστικών πορτοκαλανθούς. Το πρώτο δοντάκι του παιδιού που άλλαξε σκάλωσε στην τρύπια στέγη και έκλεισε το χάσμα, θέριεψε και έγινε κεραμίδι. Μια λέξη, μια λέξη ανεμίζει, ο ανεμοδείχτης με το καραβάκι στην κορφή, πάντα αυτήν φυσάει κατά τη ματιά μας. Μα ποια είναι, ρωτούν τα νυχτοπούλια, πιάστε με απαντά η λέξη, εγώ θα σε ψηλαφίσω απαντά ο γλάρος των μικρών απείρων, δική μου είναι τον χλευάζει η Αλίκη τεράστια μέσα στο σπίτι με τον ψηλό λαιμό κύκνου να βγαίνει από την καμινάδα. Κόβει μονάχη το κεφάλι της, δε χρειάστηκε η Ντάμα Κούπα, φυτρώνουν άλλα δέκα, μίσχοι λουλουδιών σε ανθοδοχείο με πορτοπαράθυρα και κουρτινάκια να ανεμίζουν στο φύσημα του γλάρου. Κι όμως εγώ την ξέρω την λέξη, σφυράνε τα λουλούδια με τον κυκνίσιο μίσχο, δέκα Αλίκες χαμογελούν ολάνθιστες και τερατώδεις, στεφανωμένες με άνθη πορτοκαλιάς. Μοσχοβολάει ο τόπος, τι μου θυμίζει, τι μου θυμίζει, μα είναι ανάγκη όλα να κουβαλούν πάνω τους θύμησες; Βαρέθηκα τα βαριά αρώματα της μνήμης, τις αλυσίδες θε να σπάσω, δεν είμαι η Αλίκη, είμαι ο κανείς, λευκό χαρτί που στροβιλίζεται στον αέρα. Ήταν ένα μικρό χαρτάκι, που ήταν α,α αταξίδευτο. Λεύτερο. Όσο και άδειο. Γντουπ, πέφτω κάτω, ούτε με τις βαριές μνήμες πετάς, ούτε με την αλαφράδα της αμνησίας. Ψήλωσε κι άλλο η πορτοκαλιά, το σπίτι σκαρφάλωσε πάνω της, μια λίμνη κάτωθε με νούφαρα τους πορτοκαλανθούς, έγια μόλα έγια λέσα, για πού τραβάς καραβάκι μου χάρτινο, για το χάρτινο φεγγάρι. Για τα χάρτινα ανθρωπάκια στη σειρά που βαστιούνται χέρι-χέρι, γιρλάντα στην τάξη του σχολείου, μ’αρέσουν τα παραμύθια τα χάρτινα, χάρτινη κι εγώ. Παίρνω μπογιές και χρωματίζω τα χάρτινα πανομοιότυπα ανθρωπάκια μου, άλλο κόκκινο, άλλο μπλέ, άλλο διάφανο, να περνώ από μέσα του να μη σταματώ σε κανένα τείχος από χρώμα. Μια λέξη σου, μια λέξη σου ανεμίζει ο ανεμοδείχτης, πάντα αυτήν σφυράνε οι αγέρηδες, μα δεν την ξέρω. Αν ψηλώσει κι άλλο η πορτοκαλιά, αν ξεπεράσει τα σύννεφα, θα την μάθω; Για μια λέξη σου μόνο, για αυτήν να ψηλώσω. Καίω στο τζάκι τα χάρτινα ανθρωπάκια, τρεμοπαίζουν νυχτολούλουδα από φωτιά, περιμένω μέχρι να σκαλίσω τις στάχτες, λάμψη καμιά, σκιά καμιά, τα πορτοκάλια άγουρα καταπράσινα, χάνονται ανάμεσα στα φύλλα, θα τα περιμένω να ωριμάσουν, να αστράψει το δέντρο πορτοκαλιές φλόγες, να τις γευτώ κατάσαρκα. Το σπίτι στρωμένο πορτοκαλανθούς παντού, δεν πρέπει να ψηλώσω, να γονατίσω μου πρέπει να τους μαζέψω στην ποδιά μου. Κοιτώ το καραβάκι του ανεμοδείχτη. Πορτοκαλανθούς φυσάει κατά τη ματιά μου. Πορτοκαλανθούς.