Μια ζωή, ένα τσιγάρο δρόμος, βαθιές ρουφηξιές, παύσεις,
βλέμματα καθ΄οδόν, πρόσωπα θάλασσες ουρανοί πουλιά μαύρα κι άσπρα, τα χνάρια
σου στο ξερό χώμα, άλλων στην ξεραμένη λάσπη ξεμείναν από παρελθούσες εποχές
αλλόκοτα γλυπτά, τίποτα, τίποτα δεν απέμεινε πια, μονολογούσε ο Χάρης με το
ίδιο πέδιλο χειμώνα καλοκαίρι, όλα αρπακτικά, ό,τι προλάβει κανείς μαδάει, α ρε
Χάρη, κι ήσουν τόσο ολιγαρκής, μόνον ανθρώπους μέτραγες, πάνε κι αυτοί,
πιλαλάνε πλιατσικολογώντας σε, γιατί μέλλον δεν βλέπουν, κι όμως, κι όμως, ποτέ
δεν υπήρχε μέλλον, ένα τσιγάρο όλο κι όλο η πορεία κι αυτό να μην το
απολαμβάνουμε, γιουρούσι μπας και προλάβουμε, να προλάβουμε τι;
Ανάβω τσιγάρο. Βαθειά ρουφηξιά. Παύση. Άλλο τίποτα.