Ωραίε που βασίλεψες. Κείτεσαι
μπροστά μου πέρα για πέρα νεκρός. Μακιγιάρω το πρόσωπό σου. Με κάθε
λεπτομέρεια. Βαρύ μέικ απ. Λεπτή μάσκαρα. Αδιόρατο άι λάινερ. Διακριτικό
περίγραμμα χειλιών. Ρουζ σε φυσικές αποχρώσεις. Σου δίνω έκφραση. Σου δίνω
βάθος έκφρασης. Σου δίνω βλέμμα κάτω από τα κλειστά σου βλέφαρα. Σου αποτυπώνω
στη μορφή το όνειρο που διαλέγω να δεις στο βαθύ σου ύπνο. Σου δίνω πνοή. Αυταπατώμαι
προς στιγμήν πως ζεις, τόσο αληθινός φαντάζεις. Σε ορίζω ως ύπαρξη. Παρατηρώ με
εμμονή το πρόσωπό σου και παραμονεύω μάταια την παραμικρή του σύσπαση. Μετά,
μετά αποστρέφω το βλέμμα από το μακιγιαρισμένο νεκρό σου προσωπείο. Προσπαθώ να
ανασυστήσω ακέραια τη μνήμη σου εντός μου. Όταν γελούσες, απελπιζόσουν,
θύμωνες. Όταν με κοίταγες, με άγγιζες, όταν άνοιγες τα μάτια το πρωί. Όταν
βυθιζόσουν στο τελευταίο φως πριν πέσει η νύχτα. Προσπαθώ να αφουγκραστώ την
ανάσα σου, όταν κοιμόσουν και ακουμπούσα το κεφάλι μου στο στέρνο σου. Να νιώσω
τη θέρμη των χεριών σου, όταν μέσα τους φώλιαζαν τα δικά μου. Όλα στάχτη, μια
ξεθυμασμένη ανάμνηση, ένα απείκασμα τόσο κατώτερο σου, βασιλεμένε μου ωραίε. Ή
μήπως ανώτερο; Μη γελάς που σε μακιγιάρω στα μέτρα της οπτικής μου. Μη γελάς
που εμμονικά καλλιγραφώ το πρόσωπό σου. Ξέρω. Ξέρω ότι πια δεν είσαι εσύ. Ξέρω
ότι τη θέση σου πήρε ένα όμορφο πιθανώς, αλλά άλλο πρόσωπο. Ξέρω ότι εσύ έφυγες
για πάντα. Να αποδώσω τιμές στην αλλοιωμένη σου ανάμνηση ή στο νέο σου
μακιγιαρισμένο πρόσωπο; Και από τα δύο εξίσου απουσιάζεις.
Διάλεξε τον τρόπο που θα σε
προδώσω. Ωραίε.