Παρασκευή 13 Αυγούστου 2010

Σε μαύρο κι άσπρο-η ξωθιά


Η φωτεινή ξωθιά περπατούσε ανάλαφρα και άφηνε στη θαλασσινή αύρα, τις φυλλωσιές των δέντρων, τα σύννεφα, τα τιτιβίσματα των πουλιών, τις πατημασιές της. Μικρού ποδιού, σαν παιδιού, που δεν έχει μάθει ακόμα δα να πατάει, μονάχα να πετάει. Το ριζικό της τό’φερε να συναπαντήσει άλλη ξωθιά, σκοτεινή πες καλύτερα μάγισσα, φθονερή. Πετάριζε μια, δυο τρεις τις βλεφαρίδες να σηκωθούν αγέρηδες δυνατοί, φύσαγε άλλες τόσες με τα μάτια κεραυνούς και αστροπελέκια, ώσπου τις έσβυνε τις πατημασιές της άλλης της ξωθιάς, της φωτερής. Αυτή συνέχιζε να αφήνει ίχνη στους αφρούς των κυμάτων και στο φως των αστεριών και στα σκοτάδια της σπηλιάς της. Μηδέ στο τραγούδι του αυγουστιάτικου τζίτζικα δεν ξέχασε να πατήσει, ούτε στα μεγάλα μάτια της κουκουβάγιας ή στο λίκνισμα του μοναχικού φυκιού μέσα σε θάλασσα αμμουδερή. Όσο της έσβυνε τα ίχνη η ξωθιά του σκοταδιού, τόσο αυτή πετούσε σε τόπους πιο μακρινούς και πλιο ερημικούς. Στις αφέγγαρες νυχτιές, στη ματιά του νιόβγαλτου και στο βλέμμα του ετοιμοθάνατου γερόντου, στο τελευταίο ποτήρι του κρασιού και στο νερό από το ρυάκι που θα πιει το άγριο ζώο ξεθεωμένο από τη δίψα στην κάψα του μεσημεριού. Όπου και να πήγαινε, μα σε χαρά μα σε λύπη μα σε γλέντι μα στο γέλιο των παιδιών, εκείνη, η άλλη, την έβρισκε, τις ξέκανε τις πατημασιές της, θαρρείς πως ποτέ δεν είχε περάσει από κει, θαρρείς πως δεν υπήρξε. Απόκαμε κάποτε η φωτεινή ξωθιά, ξεθώριασε η λάμψη της έτσι που έψαχνε ολημερίς και οληνυχτίς κρυψώνες να σώσει τα πατήματα που άφηνε ξοπίσω της, είπε να σταθεί, να πάρει μιαν ανάσα, να πάψει για λίγο το χορό.

Στάσου ξωθιά μου, στάσου να σε δω να σε χαρώ, ακούει να θροϊζει μια φωνή στα σγουρά μαλλιά της. Στάσου να σε προκάνω.

Σάστισε, ποιος τάχα να την είδε, ποιες πατημασιές ν’ακολούθησε. Πού με βρήκες παλικάρι ψιθύρισε η ματιά της. Σβυστά τα χνάρια μου, δεν είναι τρόπος να με βρεις.

Έννοια σου και δε σβυστήκανε τα πατήματα σου, τα μάτια σβυστήκανε των αλλονών, μα εγώ πήρα το φλοίσβισμα του κυμάτου και τη μυρωδιά του χειμωνιάτικου βασιλικού και τη ρίζα του κυκλάμινου στην πέτρα, πήρα και φωσάκι από τη σκοτεινιά του βλέμματος της δίδυμης αδελφής σου, της σκοτεινής ξωθιάς. Και τά’κανα ξόρκι δυνατό, τά’κανα μαντζούνι για τη ματιά μου. Νά’μαι , σε θωρώ.

Καλώς τους το λοιπόν και σένα και τη δίδυμη αδελφή μου. Είπε και τον άγγιξε με τα ακροδάχτυλα στα μάτια για να την βλέπει για πάντα. Είπε και έδωσε σκοτάδι από τη φωτεινή ματιά της στη δίδυμη αδερφή της, σάρξ εκ της σαρκός της, να τηνε ευχαριστήσει που υπήρχε.

Δεν υπάρχουν σχόλια: