Δευτέρα 15 Φεβρουαρίου 2010

Ο χαρταετός



Ο χαρταετός, Γιάννης Μαγκανάρης

Ο παππούς άρπαξε το χαρταετό. Τα γεροντικά μάτια άστραψαν το οκτάχρονο που τριγυρνούσε ξυπόλητο και κουρεμένο γουλί στις αλάνες. Ουρά θέλει, ακούγεται η φωνή του παράξενα παιδιάστικη, πατέρα πόσο σε λατρεύω τις στιγμές που γυρνάς τούμπα το χρόνο σου, που μας αφήνεις να κοιτάξουμε έκθαμβοι παιδιά κι εγγόνια το αγόρι που έφτιαχνε μόνο του χαρταετούς και πέταγε μαζί τους. Ξεριζώνει τα αγριόχορτα εκεί σιμά στο άψε σβύσε τα συμπληρώνει στην ουρά, ανέβα στην μάντρα, μου λέει, κράτα τον εκεί ψηλά που φυσάει καλύτερα, κοιτάω, δώσ’τον μαμά, τα εγγόνια του είχαν προλάβει, πώς μπόρεσαν μια σταλιά να σκαρφαλώσουν, τρεις γενιές στη σειρά, όλοι ξυπόλητα αλάνια με μάτια παράξενα ώριμα, παράξενα παιδικά, τρεις γενιές και πάνωθε μας ο χαρταετός να παίρνει ύψος, ύψος, να μας σηκώνει όλους μαζί του τζαμπί να κρεμόμαστε από τη καλούμπα, αμόλα καλούμπα, αμόλα, ποιος είναι ο παππούς, ποια η κόρη, ποια τα εγγόνια, βλέπουμε από ψηλά το πατρικό ή την αλάνα με τους πιτσιρικάδες πριν εβδομήντα χρόνια, κουκίδες φαινόμαστε από ψηλά, τα πρόσωπα δυσδιάκριτα, τίποτα δεν άλλαξε, τίποτα, κι ας τρέχει ο χρόνος. Αρκεί μια τέτοια στιγμή για να τον εξαφανίσει.

Δεν υπάρχουν σχόλια: