Τετάρτη 31 Μαρτίου 2010

Μήδεια, Ζαν Ανούιγ


Μήδεια του Ζαν Ανούιγ, από το θεατρικό σχήμα Altera Pars


Ο μύθος της Μήδειας, της βασιλοπούλας της Κολχίδας, της μάγισσας, της παιδοκτόνου, έχει δραματοποιηθεί από τον Ευριπίδη, τον Ανούιγ, τον Παζολίνι, τον Λαρς Φον Τρίερ, ίσως και άλλους ακόμα. Καθένας από όσους ασχολήθηκαν με το μύθο δίνει ένα διαφορετικό περιεχόμενο, μία διάστασή του συχνά διαμετρικά αντίθετη ως προς τα κίνητρα, την ψυχολογία των ηρώων, τις κορυφώσεις, το ορατό και αόρατο πλέγμα που συνιστά το έργο. Περαιτέρω οι ίδιοι οι ηθοποιοί δίνουν τη δική τους ερμηνεία στο κείμενο του δραματουργού διαφοροποιώντας το, και αυτή με τη σειρά της φωτίζεται από κάθε έναν θεατή ξεχωριστά που προσθέτει τη δική του οπτική. Ένας μύθος, χίλιοι διαφορετικοί τρόποι πρόσληψης. Δεν τίθεται θέμα σωστής ή λάθος οπτικής. Τίθεται θέμα αλληλεπίδρασης και γόνιμης διασταύρωσης οπτικών, με άλλα λόγια θέμα διεύρυνσης της ενίοτε προσωπικής οπτικής.

Η Μήδεια του Ανούιγ παραστάθηκε από τη θεατρική ομάδα Altera Pars στον ομώνυμο πολυχώρο τέχνης με βασικούς ερμηνευτές τη Μίνα Χειμώνα και τον Πέτρο Νάκο σε μία οπωσδήποτε ενδιαφέρουσα εικαστική σύλληψη. Ο λόγος εδώ δεν αφορά στην παρουσίαση της παράστασης παρά σε μια ακόμα περιορισμένη οπτική από τη θέση ενός θεατή, μια ματιά πάνω στο κείμενο του Ανούιγ, το ήδη διαφοροποιημένο από τη ματιά των συντελεστών της παράστασης και επιπλέον από τους ανθρώπους που αυτός ο θεατής διάλεξε να δει και να συζητήσει μαζί τους το έργο. Στρώματα και υπερθέσεις βλεμμάτων λοιπόν που πατούν το ένα πάνω στο άλλο σε μια περισσότερο ή λιγότερο γόνιμη διασταύρωση.

Εδώ η Μήδεια συνταυτίζεται με το απόλυτο, το ασυμβίβαστο με την πραγματικότητα. Ίσως γι’αυτό αποκαλείται τρελή. Ερωτεύεται με πάθος τον Ιάσονα και θυσιάζει τα πάντα, την Κολχίδα της, τον πατέρα της, τον αδελφό της, πάμπολλους άλλους που στυγνά δολοφονεί, όλα για χάρη του εραστή της. Μαζί οι δυο τους, σαν «δυο μικρά αδελφάκια» πατούν επί πτωμάτων και πορεύονται σε μια διαρκή φυγή από την έλλογη πραγματικότητα την οποία αποκαλούν συμβιβασμό. Σε κανένα μέρος δεν μπορούν να στεριώσουν ή καλύτερα δε θέλουν, αφού αρνούνται να αποδεχτούν τους νόμους του και προσπαθούν με τις στυγνές δολοφονίες να τους ανατρέψουν. Κάθε τόπος τους αποβάλλει και αυτοί συνεχίζουν την πορεία τους αναζητώντας νέο μέρος να ριζώσουν. Κυνηγάνε τον ου τόπο λοιπόν, την ουτοπία. Κινητήριος δύναμή τους το εγώ τους. Η Μήδεια ερωτεύεται παράφορα τον Ιάσονα, θέλει λοιπόν να ικανοποιήσει το εγώ της, τον πόθο της για αυτόν θυσιάζοντας οτιδήποτε μπορεί να σταθεί εμπόδιο. Ο Ιάσονας ερωτεύεται ομοίως τη Μήδεια και δε διστάζει προκειμένου να την κατέχει να την ακολουθήσει στην ξέφρενη πορεία της υποκινώντας τους φόνους. Καμμία ταπεινότητα από κανέναν από τους δυο, καμμία υποχώρηση, καμμία θυσία για χάρη των άλλων, όλα για χάρη του ανυποχώρητου ερωτευμένου εγώ. Το απόλυτο παράγει μια διαρκή ένταση, όπως ταιριάζει στους φυγάδες από την πραγματικότητα. Φυγάδες, γιατί η πραγματικότητα περιλαμβάνει εκτός από το εγώ και τους άλλους, το ευρύτερο εμείς στο οποίο οι δυο εραστές δεν αφήνουν καθόλου χώρο. Δεν μπορούν να δουν τίποτε άλλο εκτός από την απόλυτη ικανοποίηση του εαυτού και του έρωτά τους. Η πραγματικότητα λοιπόν εξ ορισμού τους αποβάλλει. Μόνο τους καταφύγιο η ουτοπική πορεία του μοναχικού ονείρου.

Κάποια στιγμή όμως, ένα βράδυ, η Μήδεια αποκοιμιέται στον ώμο του Ιάσονα σαν παιδί. Ο Ιάσονας αποποιείται το αχαλίνωτο και αδηφάγο εγώ του, το κυνήγι της παραφοράς, των αλλεπάλληλων κορυφώσεων και συναισθηματικών εντάσεων, αποποιείται τον απόλυτο έρωτά του και τον μετασχηματίζει σε αγάπη. Ο έφηβος Ιάσονας, ο εγωιστής Ιάσονας εκείνη τη στιγμή πεθαίνει. Γίνεται ο πατέρας της, η μάνα της, αυτός που κουβαλά με προσοχή και τρυφερότητα την αποκοισμένη σαν μικρό κοριτσάκι Μήδεια για να την αποθέσει μαλακά στο κρεβάτι. Εκείνη τη στιγμή είδε την πραγματικότητα. Η Μήδεια για αυτόν δεν είναι πια το αντικείμενο του ερωτικού πόθου του, δεν είναι η ερωμένη που το εγώ του μπορεί ακόμα και να τη θυσιάσει αν τον αρνηθεί, είναι ένα μικρό κοριτσάκι που θέλει να προστατεύσει έτσι απλά όπως μια μάνα και ένας πατέρας προστατεύουν και φροντίζουν ανιδιοτελώς το παιδί τους. Ο Ιάσονας εγκατέλειψε την ουτοπία και τη μαγεία της και εισήλθε στην ενήλικη πραγματικότητα. Όχι τη συμβιβασμένη. Δεν συμβιβάζεται, εξελλίσσεται . Θυσιάζει το εγώ για να κερδίσει το εμείς. Δεν μπορεί πια να βλάψει τη Μήδεια, αν τυχόν εκείνη τον αρνιόταν, κατά τα γλαφυρά και αποκαλυπτικά πρότυπα των αρχαίων κατάδεσμων, των τρομερών κατάρων που χάρασσαν οι ερωτευμένοι για το αντικείμενο του πόθου τους που τους αρνήθηκε. Για το λόγο αυτό εμποδίζει τον Κρέοντα να τη σκοτώσει παρόλο που πολύ καλά ξέρει ότι εκείνη θα καταφέρει να τον βλάψει ανεπανόρθωτα, αν την αφήσει να ζήσει. Δεν την σκοτώνει όμως. Την αγαπά πραγματικά ακόμα και θυσιάζοντας το εγώ του.

Η Μήδεια όμως είναι η Μήδεια. Εκλαμβάνει την υπέρβαση του Ιάσονα ως συμβιβασμό, την ενηλικίωσή του ως φόβο για το απόλυτο, την στροφή του προς μια ήρεμη καθημερινότητα που αρκείται στην ομορφιά του απλού ως απόρριψή της. Εκλαμβάνει την αλλάγή της στάσης του ως προδοσία απόδίδοντας του όχι ταπεινότητα αλλά ταπεινά κίνητρα. Πιστεύει ότι τη χρησιμοποίησε, ότι την αφήνει για κάποια νεώτερη και ομορφώτερη, την κόρη του Κρέοντα. Το μίσος της προδομένης ερωμένης θεριεύει μέσα της. Ο απόλυτος έρωτάς της για αυτόν την κάνει να παραφέρεται σε κάθε στιγμή της, να έχει χάσει περισσότερο από κάθε άλλη φορά την επαφή της με την πραγματικότητα, να είναι διαρκώς υπερβολική και ταραγμένη σαν τρελή, όπως εύστοχα αποδίδει το ρόλο η ηθοποιός της παράστασης. Το ερωτευμένο μα ανεξέλικτο και ανήλικο εγώ της διεκδικεί τον έρωτά του. Και αν δεν βρεί ισότιμη ανταπόκριση τον καταστρέφει. Η Μήδεια δεν αγαπά. Η Μήδεια ερωτεύεται. Και δεν μπορεί να γίνει αλλιώς. Οφείλει να είναι από τη φύση της συνεπής με την αρχετυπική μορφή της, για να είναι η Μήδεια.

Γι’αυτό και όταν καταφεύγει σε ένα ύστατο τέχνασμα προκειμένου να κρατήσει κοντά της τον Ιάσονα και του λέει πως θα αλλάξει, πως θα τον αγαπήσει, πως θα του προσφέρει την ήρεμη ζωή που θέλει, εκείνος δεν την πιστεύει-και πώς γίνεται να την πιστέψει-. Φεύγει ξέροντας πως η νέα του ζωή θα υπολείπεται. Η νέα του γυναίκα, όπως δηλώνει, δεν είναι τόσο όμορφη όσο η Μήδεια, ούτε την αγαπά ή πρόκειται να την αγαπήσει όσο εκείνην. Ο Ιάσονας πονά για την απώλεια της Μήδειας. Το τίμημα για την ταπεινή και ανθρώπινη αγάπη είναι η οδύνη της απώλειας. Ο Ιάσονας γυρίζει συντετριμμένος την πλάτη εξαιτίας της αναγκαστικής επιλογής της εξέλιξής του, της ήμερης πάταξης του εγώ, της πίστης του στην ανθρωπιά, και η Μήδεια εκδικείται ακραία σαν Μήδεια καταστρέφοντας ό,τι αγαπά ο Ιάσονας: τη μελλοντική του σύζυγο και τον Κρέοντα-τους τυχαίους εκφραστές της εξημερωμένης πραγματικότητας-, τα παιδιά τους, τον εαυτό της, μιας και αυτοκτονεί. Τώρα είναι βέβαιη ότι ο Ιάσονας δε θα έχει κανένα αποκούμπι, ούτε κάν την ίδια, που πολύ καλά γνωρίζει πόσο πολύ την αγαπά, ίσως περισσότερο από τους άλλους που θυσίασε. Η Μήδεια δε φείδεται ούτε και τη ζωή της για να εκδικηθεί τον Ιάσονα. Ξέρει ότι αυτό θα τον πονέσει πιο πολύ από όλα.

Όμως εκείνος είναι πιστός στη νέα του πορεία. Όταν αντικρύζει την απόλυτη καταστροφή που ήξερε εκ των προτέρων ότι είναι αναπόφευκτη, δε σταματά, η προσωπική του οδύνη δεν τον ακινητοποιεί. Λέει απλά: «Πρέπει να ζήσουμε τώρα...να ξαναχτίσουμε χωρίς αυταπάτες έναν κόσμο στα δικά μας μέτρα, και μέσα στον κόσμο αυτό να περιμένουμε το θάνατό μας.» Η δούλα, η παραμάνα της τρελής, της γεμάτης αυταπάτες Μήδειας που αρνείται να εγκλωβιστεί στην προσγειωμένη πραγματικότητα, έρχεται πολύ πιο δυνατά να κλείσει το έργο υπογραμμίζοντας με τον καίρια συναισθηματικό όσο και απλό -όπως ταιριάζει στο πνεύμα του έργου- τρόπο της, το δικαίωμα στην ήμερη ανθρωπιά: «Δεν είχε πια καιρό να μ’ακούσει. Κι όμως είχα κάτι να πω. Ύστερα από τη νύχτα έρχεται το πρωί κι υπάρχει καφές που πρέπει να φτιάξεις, κι υπάρχουνε μετά τα κρεβάτια. Κι όταν σκουπίσεις, χαίρεσαι μια ήρεμη στιγμή στον ήλιο, πριν αρχίσεις να καθαρίζεις τα χόρτα...Για το απόγευμα μένουν τα ασπρόρουχα ή τα μπακίρια...και φτάνει αργά-αργά το δείπνο... Ξαπλώνεις τότε και κοιμάσαι.»

Μένει κάτι ακόμα, μια λεπτομέρεια, που μοιάζει χαρακτηριστική για το ρόλο της Μήδειας. Ώρες μετά το τέλος της παράστασης, στο μπαράκι που λειτουργεί εντός του θεάτρου έτυχε να συνομιλήσω με την εξαιρετική κατ’εμέ ερμηνεύτρια με μια έντονα βιωματική απόδοση του ρόλου της, μια οπωσδήποτε υποψιασμένη γυναίκα που είχε εντρυφήσει στο κείμενο και το είχε καταλάβει πολύ καλά. Ο Ιάσονας, έλεγε η ηθοποιός, είναι συμβιβασμένος. Η Μήδεια εκπροσωπεί το απόλυτο, το ασυμβίβαστο, τα πάντα, το ακέραιο. Ξεκινάω να της αντιγυρίσω ένα μα..και όλα τα άλλα περί υπέρβασης του εγώ και ταπεινότητας του Ιάσονα, αλλά σταμάτησα. Κατάλαβα ότι ο ρόλος την είχε ρουφήξει. Είπα μονάχα παραιτημένη, ναι βέβαια, δεν μπορεί να γίνει αλλιώς, εσύ είσαι η Μήδεια. Ναι, απαντάει, δεν μπορεί να γίνει αλλιώς. Εγώ, είμαι η Μήδεια. Κοιταχτήκαμε με κατανόηση στα μάτια. Η συνομιλία είχε λάβει τέλος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: