Παρασκευή 11 Ιουνίου 2010

Μικρά και ακατανόητα

Όταν κοιτάς κατάματα τον ήλιο, τα χρώματα ξεθωριάζουν μέχρι που χάνουν την αξία τους, την υπόστασή τους, όλα γίνονται ένα γαλακτερό άσπρο, θαμπό να σε τυφλώνει, να μην μπορείς να διακρίνεις το διαφορετικό, πες μαύρο καλύτερα που περιέχει όλα τα χρώματα. Τα μάτια μισοκλείνουν να εμποδίσουν το παραπάνω, ανακλαστική κίνηση, επιβίωση το λοιπόν, μα παρ’όλα αυτά διακρίνεις ένα εκτυφλωτικό φως που σε εμποδίζει να δεις.
Έπειτα στρέφεις παρακεί το βλέμμα, στην αρχή βλέπεις μαύρες κηλίδες στο εκκωφαντικό άσπρο που κάνουν κύκλους σαν φράκταλς, η περιοδικότητα του ακανόνιστου. Μπερδεύεσαι και θαρρείς πως είναι βρωμιές στο λευκό σου σεντόνι, έπειτα θαρρείς πως είναι νησιά στη θάλασσα που ναυάγησες, επιτέλους στεριά, φαντάζει τυχαία η κατανομή και η ύπαρξη των σωτήριων νήσων. Και μετά σκέφτεσαι πως και τα φράκταλς αν τα δεις από πολύ κοντά δεν αντιλαμβάνεσαι αμέσως την επαναληπτικότητά τους, σου φαντάζουν εξαιρετικά μοναδικά και περίπλοκα. Και είναι, πλην όμως αυτό δεν αποτρέπει μια πανομοιότυπη επανάληψή τους στο διηνεκές.
Μετά, μετά σκέφτεσαι πως είναι θέμα οπτικής και διεσταλμένης κόρης το τι θα δεις. Μια ανεπαίσθητη κίνηση, λίγο πιο δω, λίγο πιο κει και βλέπεις κάτι τελείως διαφορετικό. Ένα ανακλαστικό πετάρισμα των βλεφάρων και η εικόνα αλλάζει.
Μετά, άλλο μετά αυτό, φαντάζεσαι πως είσαι εσύ η εικόνα, όχι πια το βλέμμα το μετατοπιζόμενο. Σκέφτεσαι πως σε σημαδεύει η διόπτρα νυχτός. Πως είσαι μέσα στο σκόπευτρο. Σταυρός κέντρο. Μπουμ. Ετυμηγορία. Μια περιορισμένη οπτική εξ ανάγκης, όπως εξάλλου ήταν και η δική σου περιορισμένη, και πώς αλλιώς; Ο σκοπευτής αλλάζει λίγο στάση, πιάστηκε, βαρέθηκε στην ίδια θέση, μετατοπίστηκε. Η ακινησία ταιριάζει στους νεκρούς. Οι ζωντανοί κουνιούνται. Μπορεί να ξαναδείς το στόχο σου, κεντράρεις στο σταυρόνημα, μα φυσάει αεράκι ή ένα κουνούπι σε ενοχλεί, αλλάζεις πάλι, νά’τος ο στόχος από άλλη οπτική γωνία ή μπορεί και να μην τον βλέπεις πια στο σκόπευτρό σου. Μπερδεύεσαι, διαβάζεις ποίηση, οι μεγάλοι ποιητές πάντα μπορούν με μαγικό τρόπο να ρίξουν λίγο φως στα όσα ακατανόητα σε τριβελίζουν ή ακούς μουσική ένα ζεστό μεσημέρι εγκλωβισμένος στην κίνηση, στο στεγανό σου κουβούκλιο με το αιρ-κοντίσιον ανοιχτό, τέρμα η ένταση, μα δεν είναι θέμα έντασης, διαπιστώνεις άμεσα, είναι θέμα πολυχρωμίας του συνθέτη, είναι θέμα γκάμας του άρρητου που θα πιάσουν οι νότες. Το βλέμμα σου λυώνει ανεστίαστο επιφανεικά κάπου ανάμεσα σε στίχους και νότες, οι μνήμες δεν εξοστρακίζονται ούτε και έτσι, μα είναι τόσο πολλές, όσες και οι άπειρες οπτικές σου.
Και να σκεφτείς ότι όλοι σχεδόν γύρω σου το ίδιο κάνουν εγκλωβισμένοι στα αυτοκίνητά τους το καλοκαιριάτικο τούτο μεσημέρι με τον ήλιο να ξεθωριάζει τα χρώματα. Χαμογελάς με κατανόηση για τον εαυτό σου και τους άλλους, μια πτήση σε περιμένει καθ΄οδόν για το αεροδρόμιο, δε σε μέλει αν θα την προλάβεις, ξέρεις ότι ένα κλικ παρακεί αλλάζεις οπτική. Κοιτάς πάλι το εκτυφλωτικό άσπρο του μεσημεριάτικου ήλιου που ισοπεδώνει όλα τα χρώματα, όλα. Ξανακοιτάς, εκτός από το κόκκινο. Κόκκινο ήταν το πουκάμισο σου αγάπη μου όταν ζούσες μέσα μου.

2 σχόλια:

aerostatik είπε...

προσοχή στις μαύρες κηλίδες του αμφιβληστροειδούς...

Κλεοπάτρα και Μινγκ είπε...

Που γίνονται όμως και νησιά κατά μία άλλη οπτική. Προσοχή στην οπτική λοιπόν.